Οι οικονομικές κρίσεις στην Ελλάδα από την απελευθέρωση έως σήμερα

Από Βικιβιβλία

Επιστροφή στην Κεντρική Σελίδα του Βιβλίου


Εισαγωγή[επεξεργασία]

Η κακή χρήση των κατά καιρούς δανείων καθώς και η αλόγιστη σπατάλη και κατάχρηση του δημόσιου χρήματος έχουν φέρει την Ελλάδα σε σημείο να μην μπορεί πλέον να αντεπεξέλθει στις υποχρεώσεις της. Έχει δημιουργηθεί ένα τεράστιο πρόβλημα ρευστότητας στη χώρα και το μόνο που ακούγεται συνέχεια είναι η λέξη «χρεοκοπία». Υπάρχει το ενδεχόμενο να χτυπήσει «κανόνι» όπως συγκεκριμένα είχε αναφέρει ο Χαρίλαος Τρικούπης. Κάποιοι δε θέλουν ούτε να το σκέφτονται κάποιοι άλλοι θεωρούν πως αυτή είναι η λύση. Θα πρέπει όμως να γνωρίζουμε όλοι ότι αυτό δεν συμβαίνει πρώτη φορά στην Ελλάδα. Η Ελλάδα σαν χώρα έχει ζητήσει αρκετές φορές βοήθεια από το εξωτερικό όπως και όλα τα κράτη, αλλά δυστυχώς η κακή διαχείριση είχε άλλα αποτελέσματα από αυτά που περίμεναν και οι πολιτικοί και ο κόσμος. Μετά την απελευθέρωση του 1821 η χώρα μας έχει βρεθεί σε κατάσταση πτώχευσης άλλες τέσσερις (4) φορές. Είναι από τα λίγα κράτη που βρέθηκαν, για δεκαετίες υπό Διεθνή Οικονομικό έλεγχο, τόσες φορές. Στην συγκεκριμένη εργασία θα αναφερθούμε και στις τέσσερις αυτές περιόδους καθώς και στην κατάσταση που επικρατεί σήμερα στην Ελλάδα. Θα αναφερθούμε επίσης και στις συνέπειες που φέρνει μια χρεοκοπία σε κοινωνικό, πολιτισμικό και πολιτικό επίπεδο. Θα πρέπει να γνωρίζουμε όμως και την σημασία κάθε λέξης. Όπως αναφέρει και το Νομικό Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό: H κρατική χρεοκοπία, ή αλλιώς πτώχευση, ενός κράτους είναι ουσιαστικά η δεινή κατάσταση που μπορεί να περιέλθει μια χώρα όπου αδυνατεί να ανταποκριθεί στις οικονομικές της υποχρεώσεις, εσωτερικές και κυρίως εξωτερικές. Η κατάσταση αυτή δηλώνεται με επίσημη εξαγγελία της ίδιας της κυβέρνησης, με την οποία και καθιστά διεθνώς γνωστή την αδυναμία της αυτή, όπως π.χ. να πληρώσει τα ληξιπρόθεσμα χρέη της χώρας της (εξ ολοκλήρου, ενός μέρους ή των τόκων τους).

Αγώνας με λιγοστά έσοδα[επεξεργασία]

Σύμφωνα με όσα αναφέρει ο Ρωμαίος Γεώργιος στο βιβλίο «Η Ελλάδα των Δανείων και των χρεοκοπιών» , τα δύο πρώτα χρόνια της επανάστασης ο ένοπλος αγώνας συντηρούνταν από τα ελάχιστα έσοδα του κράτους, τη λαφυραγωγία των απελευθερωμένων περιοχών και τις συνεισφορές ιδιωτών και φιλελλήνων. Παρά τις δυσκολίες συγκέντρωσης των απαραίτητων χρημάτων για τη διεξαγωγή του αγώνα, οι Εθνοσυνελεύσεις απαγόρευσαν την πώληση δημόσιων κτημάτων που εγκατέλειπαν οι Τούρκοι και δυσκόλεψαν την πώληση των φθαρτών κτημάτων. Τα τελευταία, όμως, χρόνια του αγώνα, αυτή η απόφαση καταστρατηγήθηκε με συνέπεια να πουληθούν πολλά φθαρτά κτήματα και πολλές εθνικές γαίες. Ωστόσο, το αντίτιμο ουδέποτε εισπράχθηκε. Μικρή ήταν και η απόδοση της έκτακτης φορολογίας του κλήρου και των μονών. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι το 1822 συνελέγησαν χρυσά και αργυρά σκεύη από ναούς και μονές των οποίων η αξία ανερχόταν στα 140.000 γρόσια. Σημαντικότερα ήταν τα έσοδα από την εξαγορά αιχμαλωτισθέντων Τούρκων μεγιστάνων και των χαρεμιών τους. Περισσότερα έσοδα θα μπορούσαν να προέλθουν από τα λάφυρα που άφηναν οι Τούρκοι, αλλά «λαφυραγωγούνταν», όπως αναφέρει ο Ρωμαίος Γ., από τους αγωνιστές. Ήταν ένας τρόπος μισθοδοσίας, ο οποίος είχε αρνητικές επιπτώσεις στη διεξαγωγή του αγώνα. Στα χορηγηθέντα «καταδρομικά γράμματα» οφείλεται η πειρατεία στο Αιγαίο, από την οποία θησαύριζαν οι καραβοκύρηδες των νησιών. Όταν ο Υψηλάντης πρότεινε να θεσπιστεί κανόνας ώστε μέρος των λαφύρων να διατίθενται υπέρ του κοινού ταμείου, αντιμετωπίστηκε με γέλια. Υπήρχε απόλυτη ασυδοσία στη διαχείριση των λαφύρων. Από την άλλη, οι εθελούσιες εισφορές, που αποτελούσαν ένα σημαντικό έσοδο, με την πάροδο του χρόνου λιγόστευαν και έτσι κατέστησαν σταδιακά υποχρεωτικές, με την ονομασία «χρηματολογία». [1]

Το Πρώτο Δάνειο[επεξεργασία]

Στις αρχές του 1823 η οικονομική κατάσταση είναι ήδη απελπιστική. Τα τακτικά έσοδα μόλις κάλυπταν το 1/3 των εξόδων. Ο εσωτερικός δανεισμός είχε φτάσει στα όρια. Οι εθνικές ομολογίες αγοράζονταν στο 15% με 17% της ονομαστικής τους αξίας. Η προσωρινή κυβέρνηση Κουντουριώτη – Μαυροκορδάτου, μετά την εγκατάσταση της στην Τριπολιτσά, αποφάσισε να προσφύγει στην Αγγλία για την εξεύρεση δανείου. Συγκεκριμένα στις 2 Ιουνίου του 1823, όπως αναφέρει ο Ρωμαίος Γ., ανέθεσε στους Ι. Ορλάνδο, Ι. Ζαΐμη και Α. Λουριώτη να μεταβούν στο Λονδίνο και σε συνεργασία με το εκεί Φιλελληνικό Κομιτάτο να συνάψουν δάνειο. Συγκεκριμένα στις 21 Φεβρουαρίου 1824 είχε συναφθεί δάνειο 800.000 λιρών διάρκειας 36 ετών. Ποσό υπέρογκο όπως αναφέρεται. Τελικά από τις 800.000 λίρες στην Ελλάδα έφτασε με δόσεις και καθυστερήσεις το ποσό των 298.700 λιρών. [1]

Το Δεύτερο Δάνειο Στις 31 Ιουλίου 1824 ψηφίστηκε η σύναψη ενός δεύτερου Δανείου 15 εκατομμυρίων ταλίρων και η κυβέρνηση ανέθεσε στους Ορλάνδο, Λουριώτη, και Ζαΐμη να διαπραγματευτούν το Δάνειο. Φεβρουάριο του 1825 ανακλήθηκε ο διορισμός του Ζαΐμη και ορίστηκε αντικαταστάτης του ο Σπανιολάκης, ο οποίος δεν κατάφερε να τα βρει με τους άλλους δύο. Τελικά την σύναψη Δανείου ανέλαβαν οι αδελφοί Ρικάρδου. Έτσι, στις 7 Φεβρουαρίου 1825 υπογράφηκε σύμβαση για Δάνειο 2.000.000 λιρών, διαιρούμενο σε 200.000 ομολογίες των 100 λιρών. Στην Ελλάδα τελικά έφτασε το 55 ½, δηλαδή το 1.100.000 λίρες. Στη διάθεση των πληρεξουσίων υπήρχαν στο Λονδίνο και τα εξής ποσά : 18.100 λίρες υπόλοιπο από το πρώτο δάνειο, 2.200 λίρες από έρανο των Ελλήνων και 30.500 λίρες από τους τόκους ομολογιών του πρώτου και του δεύτερου δανείου. Σύνολο 1.150.800 λίρες. Από το ποσό αυτό κατακρατήθηκαν 496.220 λίρες για τόκους 2 ετών και χρεολύσιο ενός έτους (220.000), η προμήθεια των Ρικάρδων (64.000) και 212.220 για εξαγορά ομολογιών. Για την προμήθεια στρατιωτικού υλικού 392.600 λίρες και 28.880 για την κάλυψη δαπανών. Τελικά το ποσό που διαβιβάστηκε στην Ελλάδα έφτασε μόλις τις 232.558 λίρες, λιγότερα από το πρώτο δάνειο ονομαστικής αξίας 800.000 λιρών όπως αναφέρει στο βιβλίο «Η Ελλάδα των Δανείων και των χρεοκοπιών» ο Ρωμαίος Γ. [1] Η πρώτη χρεοκοπία Η Αγγλία είχε δανείσει στην Ελλάδα τα λεγόμενα επαναστατικά δάνεια από τα οποία μόνο το 20% είχε φτάσει στον σκοπό τους. Το 1827 ο Ιωάννης Καποδίστριας απευθύνει έκκληση στις μεγάλες δυνάμεις για χορήγηση νέου δανείου. Ο Κυβερνήτης υπολόγιζε ότι έτσι θα μπορούσε να ξεπληρώσει ένα μέρος των τόκων των προηγουμένων δανείων και με τα υπόλοιπα να ανορθώσει την κατεστραμμένη ελληνική οικονομία. Όμως η απάντηση ήταν αρνητική. Οι ξένοι δανειστές δεν είχαν διάθεση να παραχωρήσουν νέα δάνεια στους Έλληνες. Υπό αυτές τις συνθήκες και μπροστά στην αδυναμία εξυπηρέτησης των δανείων της ανεξαρτησίας η ελληνική διοίκηση οδηγείται στην πτώχευση. Η πρώτη πτώχευση της Ελλάδας είναι γεγονός. Πραγματοποιήθηκε το 1827 πριν ακόμα δημιουργηθεί επίσημα το Ελληνικό κράτος. [1]


Το πρώτο «κούρεμα» του ελληνικού χρέους Στη Δ’ Εθνοσυνέλευση, στο Άργος στις 26 Ιουλίου του 1829, επισημοποιήθηκε η αναγνώριση του χρέους από τα δάνεια της Ανεξαρτησίας. Από τότε άρχισε ένας μαραθώνιος διαβουλεύσεων με τους δανειστές για την εξεύρεση συμβιβαστικής συμφωνίας, που θα είχε ως βάση τη μείωση των αξιώσεων των δανειστών και την επιμήκυνση του χρόνου εξόφλησης. [1]


Κινήσεις μετά από την πρώτη χρεοκοπία Σύμφωνα με τον Σουλτάνη Π. στο βιβλίο «Τα μεγάλα γεγονότα της παγκόσμιας ιστορίας», όταν ο πρώτος κυβερνήτης του ανεξάρτητου, πλέον, ελληνικού κράτους έφτανε στο Ναύπλιο, τον Ιανουάριο του 1828, είχε ήδη επισημοποιηθεί η πρώτη χρεοκοπία. Ο αρμόδιος για τα οικονομικά Λιδωρίκης Π. ενημέρωσε τον Ιωάννη Καποδίστρια ότι όχι μόνο χρήματα δεν υπάρχουν στο Ταμείο, αλλά και Ταμείο δεν υπάρχει, διότι δεν υπήρξε ποτέ. Το Ταμείο άνοιξε με 50.000 γαλλικά φράγκα, κατά το μεγαλύτερο μέρος από την προσωπική εισφορά του Κυβερνήτη και την συνδρομή ομογενών και φιλελλήνων. Από τις πρώτες μέρες ο Καποδίστριας έθεσε σε εφαρμογή ένα ολοκληρωμένο σχέδιο των οικονομικών. Δεν έβαλε νέους φόρους, αλλά επέβαλε φορολογική ισότητα και δικαιοσύνη. Η φοροδιαφυγή έφτανε το 80%. Είχε αρχίσει να εισπράττεται το σύνολο των άμεσων φόρων και να πηγαίνουν όλοι στο Ταμείο και με την αμείλικτη τιμωρία των αρμοδίων υπαλλήλων, οι οποίοι κατακρατούσαν μέρος των εσόδων. Ο Καποδίστριας ακολούθησε το δόγμα των Ρωμαίων, το οποίο εφάρμοσαν και μεγάλοι ηγέτες, όπως ο Γλάδστων και ο Καβούρ, ότι δηλαδή «η οικονομία είναι ο μέγιστος των φόρων» όπως αναφέρει ο Ρωμαίος Γ. στο βιβλίο του. Άρχισε τις οικονομίες από την κυβέρνηση. Η κεντρική διοίκηση απαρτιζόταν από επτά (7) υπουργεία και 185 αρχιγραμματείς. Κατάργησε τα υπουργεία και αντί των αρχιγραμματέων διόρισε ένα γενικό γραμματέα και έντεκα υπαλλήλους. Όλοι πλέον εργάζονταν στο ρυθμό του Κυβερνήτη όλη μέρα και όσο ακόμα χρειαζόταν. Τα προβλήματα όμως συνέχιζαν να υπάρχουν. Αυξάνονταν συνεχώς οι δαπάνες για το Στρατό και το Ναυτικό για την περίθαλψη των προσφύγων που έρχονταν από τις περιοχές οι οποίες τελούσαν υπό τουρκική κατοχή, για τα έργα υποδομής και για την παιδεία. [1]

Ο Διεθνής Οικονομικός Έλεγχος στην Ελλάδα[επεξεργασία]

Το άρθρο του Κουβέλη Σ. αναφέρεται στους Διεθνείς Οικονομικούς Ελέγχους που έχουν έρθει κατά καιρούς στην Ελλάδα από το 1821. Αναφέρει τις χρεοκοπίες της Ελλάδας και το ρόλο που είχε κάθε φορά ο Διεθνής Οικονομικός Έλεγχος που έφτανε στην Ελλάδα. [2].







Αναζήτηση Δανείου[επεξεργασία]

Ο Καποδίστριας βρισκόταν σε δύσκολη θέση με αρκετά οικονομικά προβλήματα και δεν είχε και πολλές επιλογές. Δεν είχε περιθώρια ούτε για άλλους φόρους ούτε για περικοπές. Δεν υπήρχε άλλη λύση από το δανεισμό. Όλες οι πόρτες όμως ήταν κλειστές από την χρεοκοπία του 1827. Έτσι περιορίστηκε σε «χορηγίες» και λειτούργησε η κρατική μηχανή τα έτη 1830 – 1831.

Ο Όθωνας και το Δάνειο[επεξεργασία]

Το Δάνειο των 60 εκατομμυρίων δραχμών, το οποίο οι τρεις Προστάτιδες Δυνάμεις αρνήθηκαν στον Καποδίστρια, το προσέφεραν στον πρίγκιπα Λεοπόλδο, μετά την επιλογή του ως πρώτου βασιλιά του νεοσύστατου Βασιλείου της Ελλάδας. Η παροχή του Δανείου εγκρίθηκε από το Συνέδριο του Λονδίνου το Φεβρουάριο του 1830 με τον όρο ότι αυτά τα χρήματα θα χρησιμοποιηθούν για να καλύψουν τα έξοδα της συντήρησης του στρατού, όπου κυρίαρχος θα είχε στην υπηρεσία του. Ο Λεοπόλδος διαφώνησε με τους όρους χρήσης του δανείου και ζήτησε τη διερεύνηση προς τις γενικές ανάγκες του ελληνικού κράτους. Η πρόταση του έγινε δεκτή και με το πρωτόκολλο της 7ης Μαΐου 1830 ορίστηκε ότι το δάνειο θα ήταν 60 εκατομμύρια. Τελικά ο Λεοπόλδος δεν έγινε ο πρώτος βασιλιάς της Ελλάδας. Παραιτήθηκε στις 21 Μαΐου του 1830 διότι απορρίφθηκε η πρόταση του να συμπεριληφθεί και η Κρήτη στα όρια του νέου ελληνικού κράτους. Το στέμμα δόθηκε (13 Φεβρουαρίου 1832) στον ανήλικο Βαυαρό Όθωνα. Μεταξύ των τριών Δυνάμεων και της Βαυαρίας υπογράφτηκε συνθήκη (7 Μαΐου 1832) με την οποία οριζόταν ότι το δάνειο θα παραχωρούνταν σε τρεις ισόποσες δόσεις, ανάλογα με τις ανάγκες της χώρας, και ότι η Ελλάδα όφειλε να πληρώνει τους τόκους και τα χρεολύσια από τα δικά της έσοδα. Για τη διασφάλιση της εξυπηρέτησης του δανείου στο άρθρο 12 οριζόταν ότι πριν από κάθε άλλη υποχρέωση από τα δημόσια έσοδα θα προηγούνταν η εξόφληση των τόκων και των τοκοχρεολυσίων. Σύμφωνα με τα στοιχεία που αναφέρονται στο βιβλίο του Ρωμαίου Γ. το δάνειο πραγματοποιήθηκε στο Παρίσι (Μάιος 1833) με τους αδερφούς Ρότσιλντ. Ο τόκος ορίστηκε σε 5% και το χρεολύσιο στο 1%. Χρόνος απόσβεσης ορίστηκαν τα 36 χρόνια. Οι τραπεζίτες αγόρασαν το δάνειο στο 94% και προμήθεια 2%. Οι δύο πρώτες δόσεις, 40 εκατομμύρια εκδόθηκαν σχετικά γρήγορα. Στην καταβολή της τρίτης δόσης των 20 εκατομμυρίων υπήρξε εμπλοκή με τη Ρωσία. Ζήτησε το ποσό της τρίτης δόσης να δεσμευτεί για τους τόκους και τα χρεολύσια των 40 εκατομμυρίων αλλά τελικά υποχώρησε. Το ονομαστικό ποσό του δανείου σε δραχμές ήταν 63.924.559. Από αυτό αφαιρέθηκαν : 3.835.473 δρχ. το 6% με βάση την συμφωνία, 1.186.288 δρχ. το 3,37% προεξόφληση του κεφαλαίου και 1.964.252 δρχ. άλλα έξοδα. Από τα στοιχεία καταλαβαίνουμε ότι έμεινε στην Ελλάδα το ποσό των 56.924.546 δρχ. Μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1843 απορροφήθηκαν για τόκους και χρεολύσια ακόμα 33.080.795 δρχ. Το τελικό ποσό έμεινε για την Ελλάδα ήταν 23.867.751 δρχ. Από αυτά δόθηκαν 12.531.174 δρχ. στην Τουρκία για την εξαγορά της Φθιώτιδας. Τα 9.098.017 δρχ. που τελικά απόμειναν σπαταλήθηκαν από την αντιβασιλεία του Όθωνα. [1]

Οι σπατάλες της αντιβασιλείας[επεξεργασία]

Οι σπατάλες ατελείωτες για τον Όθωνα. Μόνο για τον έναν χρόνο παραμονής του κόστισε 4.748.000 δρχ. Υπήρξε όμως και συνέχεια. Το συνολικό κόστος μέχρι τη μεταπολίτευση του 1843 έφτασε τα 19.000.000 δρχ. Το 1842 ο προϋπολογισμός έκλεισε με έλλειμμα 3.000.000 δρχ., γεγονός που αναγκαστικά οδηγούσε σε αναστολή πληρωμών. Οι Προστάτιδες Δυνάμεις αποφάσισαν να παρέμβουν. Το Συνέδριο του Λονδίνου εξέτασε τα οικονομικά της Ελλάδας και επέβαλλε ετήσια μείωση των δαπανών του προϋπολογισμού κατά 3.742.000 δρχ., καθώς και παραχώρηση των εισπράξεων του Τελωνείου Σύρου, το οποίο ήταν από τα πλουσιότερα, για την εξυπηρέτηση του Δανείου. Ο Όθωνας αποδέχτηκε το σχετικό πρωτόκολλο, αλλά δεν πρόλαβε να το εφαρμόσει. Στις 3 Σεπτεμβρίου του 1843, η «συνταγματική επανάσταση» ανέστειλε την εξυπηρέτηση του δανείου. Ήταν η δεύτερη χρεοκοπία της Ελλάδας. [1]


Ο Διεθνής έλεγχος[επεξεργασία]

Μετά το τέλος του Κριμαϊκού Πολέμου (1856), οι Προστάτιδες Δυνάμεις απέστειλαν στην Ελλάδα τριμελή επιτροπή για να ερευνήσει τα οικονομικά και να επιβάλλει όρους για την εξυπηρέτηση του δανείου. Η επιτροπή έκρινε ότι η Ελλάδα είχε μια καλή διοίκηση και μπορούσε τηρήσει τις υποχρεώσεις της. Έτσι πρότειναν να ορισθεί ελάχιστος όρος συνεισφοράς σε 900.000 φράγκα βλέποντας την αύξηση των εσόδων. Η λύση αυτή έγινε δεκτή από την ελληνική κυβέρνηση με την υποχρέωση ότι στην εξυπηρέτηση δανείου θα δεσμευόταν και το 1/3 των εισπράξεων του Τελωνείου της Σύρου. Ανάλογη δέσμευση είχε γίνει και για τα δάνεια της Ανεξαρτησίας, τα οποία είχαν εξοφληθεί. Αυτό ήταν το τέλος των διαπραγματεύσεων που κράτησαν 22 χρόνια. Το 1/3 θα προοριζόταν για την προίκα του νέου βασιλιά Γεωργίου Α’. [1]


Ενδιάμεσες οικονομικές περίοδοι[επεξεργασία]

Η περίοδος από το 1844 έως και το 1860 ήταν μια περίοδος δίχως μεγάλα ελλείμματα και δανεισμό. Παρά τις αρχικές σπατάλες του Όθωνα και της αντιβασιλείας, από το 1836 άρχισε να λειτουργεί αποτελεσματικά η «αποστραγγιστική μηχανή των φόρων», σε συνδυασμό με πρόσθετους φόρους επί των επιτηδευμάτων, των οικοδομών και του χαρτοσήμου. Άλλωστε, η πρόσβαση σε νέα εξωτερικά δάνεια είχε σταματήσει μετά τη χρεοκοπία και τη διακοπή εξυπηρέτησης του δανείου των 60 εκατομμυρίων. Αλλά και από το εσωτερικό ήταν ανέφικτη η άντληση πιστώσεων. Από το 1861, ωστόσο, έως και το 1878, καταγράφεται μια δραματική περίοδος με μεγάλα ελλείμματα και αδυναμία κάλυψης τους, καθώς πολιτικά και στρατιωτικά γεγονότα προκάλεσαν αύξηση των δαπανών και μείωση των εσόδων. Η ναυτιλιακή επανάσταση (Φεβρουάριος 1862) προκάλεσε την πτώση του Όθωνα. Το 1866 ξέσπασε η κρητική επανάσταση που διήρκησε τρία (3) χρόνια. Αναπόφευκτα προκλήθηκαν νέες οικονομικές υποχρεώσεις, με την αποστολή όπλων και ανδρών, αλλά και με την περίθαλψη 30.000 κρητικών γυναικόπαιδων που είχαν γλιτώσει από τις σφαγές των Τούρκων. Τότε προέκυψε και θέμα ενίσχυσης των εξοπλισμών για το ενδεχόμενο σύγκρουσης με την Τουρκία. Το σοβαρότερο όμως πρόβλημα εκείνης της περιόδου ήταν η κυβερνητική αστάθεια που οφειλόταν στον πολυκομματισμό. [1].




Η δωδεκαετία των εξωτερικών δανείων[επεξεργασία]

Η εξεύρεση δανείων από το εξωτερικό για την κάλυψη του ελλείμματος ήταν πλέον ανέφικτη. Αλλά και οι εγχώριοι κεφαλαιούχοι, καθώς είχε αυξηθεί σημαντικά ο κινητός πλούτος, και οι ομογενείς στρέφονταν προς την κερδοσκοπία και προτιμούσαν τα ενυπόθηκα δάνεια. Οι εναλλασσόμενες κυβερνήσεις κατέφευγαν στην εκποίηση της δημόσιας περιουσίας. Άρχισαν με την πώληση 1.000 μετοχών της Εθνικής Τράπεζας προς 2.000 δρχ. έκαστη ενώ η τιμή της έφτανε τις 40.000 δρχ. Από την πώληση κτηρίων, αμπελιών και ελαιώνων αντλήθηκαν 13 εκατομμύρια δρχ. Ο περίφημος ελαιώνας της Άμφισσας πωλήθηκε αντί 2.500.000 δρχ. Μετά από αυτήν την περίοδο, η εικόνα άλλαξε καθώς η χώρα άρχισε και πάλι να δανείζεται από το εξωτερικό προκειμένου να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της και τις ανάγκες της. Έτος Ονομαστικό κεφάλαιο Πραγματικό προϊόν Πραγματικοί τόκοι 1879 60.000.000 44.000.000 8,18% 1880 120.000.000 89.500.000 6,70% 1884 100.000.000 69.786.000 7,15% 1887 135.000.000 90.900.000 5,95% 1887 30.000.000 20.436.000 5,87% 1889 125.000.000 91.000.000 5,50% 1890 60.000.000 53.000.000 5,66% Σύνολο 630.000.000 458.622.000

Από το δάνειο του 1889 αφαιρέθηκε το ποσό των 55 εκατομμυρίων δρχ. για να εξοφληθούν οι ομολογίες του 1879 και άλλα 25.000.000 απορροφήθηκαν για δαπάνες έκδοσης και μεσιτικά. Τελικά από τα 630.000.000 δρχ. εισπράχθηκαν μόνο 365.000.000 δρχ. Επιπλέον, μόνο το δάνειο του 1890 και μέρος του δανείου του 1884 αφορούσαν παραγωγικά έργα, σιδηροδρομικές γραμμές και άλλα. Τα υπόλοιπα διατέθηκαν για στρατιωτικές και ναυτικές δαπάνες και για την εξόφληση παλαιών δανείων. [1].


Δημόσια υποχρέωση, υποτίμηση και πτώχευση[επεξεργασία]

Σύμφωνα με όσα αναφέρει ο Φραγκιάδης Α. στο βιβλίο του «Ελληνική Οικονομία», το 1878 το ελληνικό δημόσιο, έπειτα από δεκαετίες παλινδρομήσεων, κατέληξε σε συμβιβασμό με τους ξένους πιστωτές. Ο διακανονισμός αυτός είχε ως στόχο να ανοίξουν και πάλι οι διεθνείς χρηματαγορές τις θύρες τους στα ελληνικά χρεόγραφα, προκειμένου να χρηματοδοτηθεί η ανάπτυξη του κρατικού μηχανισμού, ιδίως του στρατού, και η κατασκευή έργων υποδομής. Έκτοτε, ο διεθνής δανεισμός της χώρας αυξήθηκε κατακόρυφα και οι δαπάνες εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους πολλαπλασιάστηκαν : από 5 δραχμές κατά κεφαλήν κατ ΄ έτος στην τετραετία 1875 – 1878, έφθασαν 27 δραχμές στην τετραετία 1887 – 1890 όπως φαίνεται και από τον παραπάνω πίνακα. Στην προσπάθεια να καλύψουν τις δαπάνες αυτές, οι ελληνικές κυβερνήσεις, και κυρίως εκείνες, με πρωθυπουργό τον Χαρίλαο Τρικούπη, αύξησαν τη φορολογική επιβάρυνση, από 18 δραχμές κατά κεφαλήν κατ ‘ έτος στην τετραετία 1875 – 1878 σε 29 δραχμές στην τετραετία 1887 – 1890. Όμως στα τέλη της δεκαετίας του 1880 τα περιθώρια για περαιτέρω αύξηση της φορολογίας είχαν εξαντληθεί, χωρίς τα έσοδα να επαρκούν για να καλύψουν τις ανάγκες της εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους. Έτσι, η χώρα μπήκε σε έναν φαύλο κύκλο δανεισμού. Τα τοκοχρεολύσια αντιμετωπίζονταν με νέα δάνεια και το ύψος του χρέους έφτασε σε υπερβολικά ύψη. Στη δεκαετία του 1880 το κλίμα στις διεθνείς χρηματαγορές ήταν ευνοϊκό για την αύξηση του δημόσιου δανεισμού. Ανατράπηκε όμως το 1890, όταν η αιφνίδια πτώχευση της Αργεντινής προκάλεσε διεθνή κρίση, γνωστή ως Barings (από την ομώνυμη βρετανική τράπεζα που κατέρρευσε τότε). Οι όροι δανεισμού των ασθενέστερων οικονομικά χωρών επιδεινώθηκαν σημαντικά. Το δυσμενές κλίμα επιδείνωσε τους όρους και περιόρισε τη δυνατότητα περαιτέρω δανεισμού. Η ανεπάρκεια των τακτικών εσόδων του ελληνικού κράτους για την κάλυψη των δαπανών εξυπηρέτησης του χρέους έγινε προφανής. Οι αρνητικές προσδοκίες που επικράτησαν περιόρισαν τις εισροές κεφαλαίων στην Ελλάδα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα από το 1891 και μετά να καμφθεί η ισοτιμία της δραχμής, γεγονός που κατέστησε ακόμη δυσχερέστερη την εξυπηρέτηση των υποχρεώσεων του κράτους. Τα δημόσια οικονομικά βάδιζαν πλέον σε τεντωμένο σχοινί και η προσωρινή αναβολή της χρεοκοπίας εξαρτιόταν από την, όλο και δυσκολότερη εξεύρεση νέων δανειστών. Σε αυτήν την τόσο δύσκολη συγκυρία ήρθε να προστεθεί το κλείσιμο της γαλλικής αγοράς στο κυριότερο εξαγωγικό προϊόν της χώρας, τη σταφίδα. Στα τέλη του 1892, όταν οι γαλλικοί αμπελώνες είχαν πλέον ανασυσταθεί από τη φυλλοξήρα, με την εισαγωγή αμερικανικών ποικιλιών κλημάτων, η κυβέρνηση της Γαλλίας επέβαλε στην κορινθιακή σταφίδα υψηλότατους δασμούς, που καθιστούσαν απαγορευτική τη χρήση της για οινοποιητικούς σκοπούς. Η αιφνίδια συρρίκνωση της γαλλικής ζήτησης που είχε φτάσει να απορροφά σχεδόν το 1/3 της συνολικής παραγωγής, οδήγησε τον κλάδο σε οξεία κρίση υπερπροσφοράς. Η κρίση έγινε αισθητή το καλοκαίρι του 1893, με την ένταξη των πωλήσεων της νέας σοδειάς. Οι τιμές κατέρρευσαν σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα και δεν έφταναν για να καλύψουν ούτε καν το κόστος παραγωγής. Από την άλλη πλευρά, παρά τη μείωση των τιμών, δεν υπήρξε αύξηση των εξαγόμενων ποσοτήτων, καθώς η διεθνής ζήτηση της σταφίδας ήταν ανελαστική ως προς την τιμή. Η μείωση των τιμών οδήγησε, κατά συνέπεια, σε αναλογική μείωση της αξίας των εξαγωγών. Ο συνδυασμός της δημοσιονομικής κρίσης και κρίσης του εξαγωγικού εμπορίου οδήγησε σε περαιτέρω μείωση της ισοτιμίας της δραχμής, με αποτέλεσμα να μειωθούν ανάλογα και τα συναλλαγματικά έσοδα από τις εξαγωγές. Η μείωση της ισοτιμίας ευθυνόταν για τον περιορισμό των εσόδων όσο και η μείωση της εξαγόμενης ποσότητας. Οι συνθήκες αυτές εξασθένισαν ακόμη περισσότερο το ισοζύγιο διεθνών πληρωμών της χώρας και κατέστησαν πλέον αδύνατη την εξυπηρέτηση των διεθνών της υποχρεώσεων. Το Δεκέμβριο του 1893, και ενώ η δραχμή έχανε περισσότερο από το 1/3 της αξίας της, το Ελληνικό Δημόσιο κήρυξε παύση πληρωμών έναντι των υποχρεώσεων του σε συνάλλαγμα. Η τρίτη χρεοκοπία της Ελλάδας ήταν γεγονός το Δεκέμβρη του 1893 με την έκφραση που έμεινε στην ιστορία από τον Χαρίλαο Τρικούπη: «Δυστυχώς, Κύριοι, επτωχεύσαμεν…».[3].

*Εικόνα από τις εφημερίδες της εποχής

Οι διαπραγματεύσεις με τους δανειστές[επεξεργασία]

Αμέσως μετά από τη χρεοκοπία του 1893, η κυβέρνηση Τρικούπη ξεκίνησε τις δύσκολες, χωρίς αμφιβολία, διαπραγματεύσεις με τους αντιπροσώπους των χωρών που είχαν επηρεαστεί στο μεγαλύτερο βαθμό από την αδυναμία πληρωμής των ελληνικών εξωτερικών δανείων. Έτσι, τον Ιανουάριο του 1894 κατέφτασαν στην Ελλάδα ο Άγγλος Νταφ, ο Γάλλος Ορνστεϊν και ο Γερμανός Στάεβι σύμφωνα με τις πληροφορίες από τον Ρωμαίο Γ. στο βιβλίο του. Μετά από αρκετές εβδομάδες διαπραγματεύσεων, ο Τρικούπης και οι τρεις ξένοι αντιπρόσωποι κατέληξαν σε έναν συμβιβασμό που έμοιαζε, λαμβανομένων υπόψη των συνθηκών, αρκετά ευνοϊκός για την Ελλάδα. Η συμφωνία προέβλεπε, μεταξύ άλλων, τον ορισμό των τόκων σε 32%, την απόσβεση του χρέους σε διάστημα 50 ετών και την παραχώρηση των υπεγγύων εσόδων του κράτους (χαρτόσημο, φόρος καπνού, κτλ) ως εγγύηση που θα διαχειριζόταν η Εταιρεία των Μονοπωλίων. Όπως παραδέχτηκε και ο Άγγλος αντιπρόσωπος Νταφ σε επιστολή του προς το Λονδίνο, όλες οι παραχωρήσεις είχαν γίνει από την πλευρά των αντιπροσώπων ενώ η Ελλάδα δεν είχε κάνει καμία παραχώρηση. Πράγματι, οι τρεις ξένοι αντιπρόσωποι είχαν ζητήσει τουλάχιστον 35% τόκο, την αύξηση του τόκου σε περίπτωση βελτίωσης των υπεγγύων εσόδων και τη δημιουργία μιας νέας εταιρείας εκμετάλλευσης των υπεγγύων εσόδων στην οποία θα συμμετείχαν αξιωματούχοι των τριών Δυνάμεων. Τα όσα ακολούθησαν την πτώχευση αποτελούν τον επίλογο της κυριαρχίας του Χαριλάου Τρικούπη. Στα τέλη του 1894 η κατάληξη της πολιτικής του καριέρας του ίδιου του Τρικούπη είχε προδιαγραφεί. Οι πάντες είχαν συνασπιστεί εναντίον του. Η αντιπολίτευση θεωρούσε πως ήταν η κατάλληλη ώρα να ενταφιάσει πολιτικά τον μεγάλο αντίπαλο. [1]


Πρόβλεψη της πτώχευσης των βιομηχανικών εταιρειών στην Ελλάδα[επεξεργασία]

Ο Theoharry Grammatikos [4] στο πρώτο μέρος του άρθρου του αναλύει μέσα από έρευνες τα πρότυπα πρόβλεψης μιας πτώχευσης. Τα αίτια καθώς επίσης και τις μεθοδολογίες που ακολουθούνται. Κείμενο-δείκτης

  • η ελλαδα χρεςκοπησε

Κυβερνητική πτώχευση των Βαλκανικών εθνών και των συνεπειών τους για τα χρήματα και τον πληθωρισμό[επεξεργασία]

Ο Peter Bernholz[5] στο συγκεκριμένο άρθρο παρουσιάζει μια συγκριτική ανάλυση των πτωχεύσεων των Βαλκανικών Εθνών. Αναφέρεται ακόμα μας συνέπειες μιας πτώχευσης στα χρήματα και στον πληθωρισμό.


Ο Διεθνής Οικονομικός έλεγχος[επεξεργασία]

Η στρατιωτική ήττα της Ελλάδας από την Τουρκία έδωσε την ευκαιρία στις ξένες Δυνάμεις να επιβάλλουν στην Αθήνα τους όρους που εκείνες επιθυμούσαν. Η Ελλάδα, ηττημένη στρατιωτικά και κατεστραμμένη οικονομικά, δεν είχε πια τη δυνατότητα διαπραγμάτευσης. Στις 27 Ιουνίου του 1897, η εφημερίδα «Εμπρός», που είχε πρωτοστατήσει στη φιλοπολεμική προπαγάνδα δημοσίευσε άρθρο με το οποίο επέκρινε τους χειρισμούς της κυβέρνησης του Δημητρίου Ράλλη λίγο πριν επικυρωθεί και επίσημα ο έλεγχος. Η ίδια εφημερίδα, δύο μόλις ημέρες προτού γνωστοποιηθεί το επίσημο έγγραφο της συνθήκης ειρήνης με την Τουρκία, επανήλθε με σκληρότερους χαρακτηρισμούς κατά της κυβέρνησης και με την προειδοποίηση πως οι Μεγάλες Δυνάμεις, μέσω της συνθήκης και της επιβολής σκληρής αποζημίωσης της Αθήνας προς την Τουρκία, επεδίωκαν να μετατρέψουν την Ελλάδα σε «τσιφλίκι» τους, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Ρωμαίος Γ. Ήταν ωστόσο αργά για τέτοιου είδους προειδοποιήσεις. Η Ελλάδα το Μάρτιο του 1897 έχασε και την τελευταία ευκαιρία να πετύχει έναν αξιοπρεπή διακανονισμό με τους δανειστές της. Στα τέλη του Οκτωβρίου του 1897, λίγο μετά την συνθήκη της Κωνσταντινούπολης και την σίγουρη απόφαση της επιβολής του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου στην Ελλάδα, μετέβησαν στην Αθήνα αντιπρόσωποι των ευρωπαϊκών χωρών που θα συμμετείχαν στην επιβολή του ελέγχου (Αγγλία, Γαλλία, Ιταλία, Γερμανία, Ρωσία και Αυστρία). Από την πλευρά της Ελλάδας τις διαπραγματεύσεις θα διεξήγε ο Στέφανος Στρέιτ, υπουργός Οικονομικών πια της κυβέρνησης Αλ. Ζαΐμη, η οποία είχε αντικαταστήσει την κυβέρνηση Δημητρίου Ράλλη που είχε πέσει λόγω της Συνθήκης της Κωνσταντινούπολης. [1]



Από την οικονομική άνθηση στην κρίση του 1930[επεξεργασία]

Το συγκεκριμένο άρθρο του Tsoulfidi L. αναφέρεται στους νέους οικονομολόγους προτρέποντας τους να μελετήσουν καλά τις προηγούμενες οικονομικές κρίσεις εντός και εκτός Ελλάδας, για να μην επαναλάβουν τα ίδια λάθη. Εξηγεί πως από την οικονομική άνθηση καταλήγει μια χώρα στη χρεοκοπία. Αναφέρεται και σε παγκόσμιες κρίσεις δείχνοντας πως δεν είναι μόνο η Ελλάδα που βρίσκεται σε αυτήν τη θέση. [6]

Η διάψευση της αισιοδοξίας[επεξεργασία]

Το 1929 έμοιαζε, στο μεγαλύτερο μέρος, ως ένα αρκετά αισιόδοξο έτος για την ελληνική οικονομία και την Ελλάδα γενικότερα. Σύμφωνα με το δείκτη οικονομικής δραστηριότητας του Ανωτάτου Οικονομικού Συμβουλίου η ελληνική δραστηριότητα έφτασε στο υψηλότερο σημείο της κατά τη διάρκεια του 1929. Τον Αύγουστο του προηγούμενου έτους, ο Ελευθέριος Βενιζέλος είχε κερδίσει με μεγάλη πλειοψηφία τις εκλογές και ως πρωθυπουργός είχε επιτύχει τη νομισματική σταθεροποίηση (γεγονός που άνοιξε τις ξένες κεφαλαιαγορές και τα εξωτερικά δάνεια για το ελληνικό κράτος) ενώ παράλληλα είχε θέσει σε εφαρμογή ένα φιλόδοξο σχέδιο ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, το οποίο βασιζόταν σε πολλά και μεγάλα παραγωγικά έργα. Ο Βενιζέλος εκτιμούσε πως η απόδοση στο άμεσο μέλλον των δημόσιων έργων θα επέτρεπε στην αγροτική οικονομία της χώρας, που αποτελούσε τον βασικό πυλώνα της ευρύτερης ελληνικής οικονομίας, να αυξήσει τις παραγωγικές της δυνατότητες και να αποτελέσει έναν κύριο μοχλό ανάπτυξης για την Ελλάδα της δεκαετίας του ’30. Στον άξονα της οικονομικής πολιτικής του Βενιζέλου βρισκόταν ο διαρκής εξωτερικός δανεισμός καθώς ήταν ο μοναδικός τρόπος με τον οποίο το ελληνικό κράτος θα μπορούσε να χρηματοδοτήσει τα μεγάλα παραγωγικά έργα. Ο εξωτερικός δανεισμός επέτρεπε στην κυβέρνηση να διασφαλίσει τη νομισματική σταθερότητα και να διατηρεί τον προϋπολογισμό ισοσκελισμένο. Εκ των πραγμάτων, η αποπληρωμή του εξωτερικού χρέους ήταν ένα από τα μεγαλύτερα κονδύλια του προϋπολογισμού. Ήταν ουσιαστικά μια «ισορροπία τρόμου», που ωστόσο δεν έμοιαζε τόσο απειλητική όσο ο εξωτερικός δανεισμός ήταν ανοιχτός και τα ευρωπαϊκά κεφάλαια εισέρρεαν στη χώρα. Ο Βενιζέλος όμως δεν είχε υπολογίσει την παγκόσμια οικονομική κρίση του 1929, η οποία ξεκινώντας από τη Νέα Υόρκη, πολύ γρήγορα μεταδόθηκε στην Ευρώπη και στην Ελλάδα. [1]

Η μοιραία απόφαση του Λονδίνου[επεξεργασία]

Την ίδια περίοδο που ο Έλληνας υπουργός Οικονομικών δήλωνε στη Βουλή σίγουρος για την αντοχή της ελληνικής οικονομίας, η Ευρώπη ένιωθε για τα καλά τα χτυπήματα του αμερικανικού κραχ. Πρώτη χώρα που δέχτηκε τις συνέπειες της κρίσης ήταν η Γερμανία, που είχε προβεί σε μεγάλο δανεισμό από τις ΗΠΑ. Τον Ιανουάριο του 1931 η Γερμανία ανακοίνωσε στα μέλη και τους συμμάχους της Αντάντ πως δε είχε δυνατότητα να καταβάλει τις αποζημιώσεις για τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μεταξύ αυτών των χωρών ήταν και η Ελλάδα. Το Σεπτέμβριο, και καθώς η κάθετη πτώση της οικονομίας συνεχιζόταν, η βρετανική κυβέρνηση πήρε την απόφαση της εγκατάλειψης του «χρυσού κανόνα» με τον οποίο ήταν συνδεδεμένη η βρετανική λίρα και προχώρησε στην καθιέρωση της αναγκαστικής κυκλοφορίας του χαρτονομίσματος. Η απόφαση του Λονδίνου προκάλεσε αλυσιδωτές αντιδράσεις στην Ελλάδα και το Χρηματιστήριο της Αθήνας έκλεισε για μεγάλο χρονικό διάστημα. Ο Βενιζέλος επιδόθηκε σε μαραθώνιο συσκέψεων με τους συνεργάτες του και τους υπουργούς του. Η απόφαση που τελικά πάρθηκε από την ελληνική κυβέρνηση ήταν η επιλογή σύνδεσης με το δολάριο και όχι η εγκατάλειψη του «χρυσού κανόνα». Ο Βενιζέλος εξακολουθούσε να πιστεύει πως ο δρόμος προς τον εξωτερικό δανεισμό θα κρινόταν από την αδιαπραγμάτευτη διατήρηση της νομισματικής σταθερότητας. Ορισμένα οικονομικά έντυπα και παράγοντες της ελληνικής οικονομικής ζωής εμφανίζονταν καθησυχαστικοί. Υπήρχαν, όμως, και κάποιοι που έβλεπαν την πραγματική διάσταση της κρίσης και ζητούσαν αλλαγή της οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης. Μεταξύ αυτών ήταν δύο επιφανείς οικονομολόγοι, ο Κυριάκος Βαρβαρέσσος και ο Ξενοφών Ζολώτας. Ο Βαρβαρέσσος, σύμβουλος της Τράπεζας της Ελλάδας, διαφωνούσε με τη «μάχη της δραχμής» που είχε αποφασίσει να δώσει ο Βενιζέλος και θεωρούσε πως η Ελλάδα θα έπρεπε να εγκαταλείψει αμέσως το «χρυσό κανόνα». Μετά από μερικούς μήνες ο Βαρβαρέσσος θα καλούνταν από τον Βενιζέλο να αναλάβει τα ηνία της ελληνικής οικονομίας όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Φραγκιάδης Α. Είναι χαρακτηριστική και η φράση του Βενιζέλου το Νοέμβριο του 1931, σε εκδήλωση της Ένωσης Βιομηχάνων στην Αθήνα, που ανέφερε : «Θα υπερασπιστώ τη νομισματική σταθεροποίηση μέχρι το τελευταίο μπαλωμένο παντελόνι του Έλληνα». Ο Βενιζέλος είχε αποφασίσει την πολιτικής της δραχμής.[3]

Η αισιοδοξία του Βενιζέλου[επεξεργασία]

Η επιμονή της κυβέρνησης Βενιζέλου στην πολιτική της δραχμής άρχισε να προκαλεί σοβαρά προβλήματα στην ελληνική οικονομία και παρά ορισμένα μέτρα του οικονομικού επιτελείου, όπως η επιβολή δασμών στις εισαγωγές ώστε να μειωθεί η εξαγωγή συναλλάγματος στο εξωτερικό, οι οικονομικοί δείκτες άρχισαν να παρουσιάζουν κάθετη πτώση. Τα συναλλαγματικά αποθέματα των τραπεζών μειώθηκαν δραματικά και η ρευστότητα τους περιορίστηκε ακόμα περισσότερο. Στα τέλη του Σεπτεμβρίου, η Τράπεζα της Ελλάδας προχώρησε σε αυστηρούς συναλλαγματικούς ελέγχους όμως οι υποτιμητικές πιέσεις συνεχίστηκαν. Το Δεκέμβριο άρχισαν να κυκλοφορούν έντονες φήμες για άμεση χρεοκοπία της Ελλάδας, τις οποίες έσπευσε να διαψεύσει ο ίδιος ο πρωθυπουργός. Οι φήμες, όμως, εντάθηκαν με ένα άρθρο του Δημητρίου Μεταξά. Στο συγκεκριμένο άρθρο υποστήριζε πως η Ελλάδα έπρεπε να προχωρήσει σε αναστολή όλων των πληρωμών σε συνάλλαγμα γεγονός που σήμαινε ότι η χώρα είχε χρεοκοπήσει. Την ίδια ημέρα, ο πρωθυπουργός κάλεσε τον Μάξιμο στην κατοικία του όπου είχαν συνάντηση αρκετής ώρας. Αμέσως μετά το γραφείο του πρωθυπουργού εξέδωσε μια ανακοίνωση η οποία απέρριπτε τα μέτρα που είχε προτείνει ο Μάξιμος. [1]

Οι Ευρωπαίοι ζητούν σκληρά μέτρα[επεξεργασία]

Στην συνεδρίαση της Δημοσιονομικής Επιτροπής της Κοινωνίας των Εθνών στο Παρίσι, στις 10 Μαρτίου, οι Τσουδερός, Μαρής και Μαντζαβίνος, που αποτέλεσαν την ελληνική αντιπροσωπεία αντιμετώπισαν την παγερή στάση των Ευρωπαίων όσον αφορά τα αιτήματα της ελληνικής κυβέρνησης για βοήθεια. Η απροθυμία των Ευρωπαίων για να βοηθήσουν την Ελλάδα ήταν χαρακτηριστική. Σκληρή ήταν και η στάση του γάλλου αντιπροσώπου της Δημοσιονομικής Επιτροπής Σαλεντάρ προς τον Έλληνα ομόλογο του Μαντζαβίνο κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης της Επιτροπής. Όπως αναφέρει ο Ρωμαίος Γ., είπε συγκεκριμένα : «Αν πρόκειται να αρνηθείτε τις υποχρεώσεις σας προς το εξωτερικό, οφείλετε πρώτα να κάνετε σκληρή οικονομία και να κλείσετε σχολεία, να σταματήσετε υπαλλήλους διότι έχετε πολλούς, να περιορίσετε τους μισθούς των υπαλλήλων μέχρι 20%. Διαφορετικά δεν δικαιολογείστε να φτάσετε σε αναστολή του χρεολυσίου. Τις ίδιες μέρες οι ξένοι σύμβουλοι που βρίσκονταν στην Ελλάδα πίεζαν το Βενιζέλο να εγκαταλείψει τη μάχη με τη δραχμή. [1]


Ο Βενιζέλος ανακοινώνει την στάση πληρωμών[επεξεργασία]

Στις αρχές Απριλίου, η κυβέρνηση Βενιζέλου βρισκόταν πια με την πλάτη στον τοίχο. Οι ελπίδες του Βενιζέλου για την εξωτερική βοήθεια είχαν σχεδόν εξανεμιστεί. Την ίδια στιγμή, η κατάσταση στο εσωτερικό ήταν δραματική. Τα λουκέτα και οι πτωχεύσεις των εμπορικών αλλά και βιομηχανικών επιχειρήσεων αυξάνονταν μέρα με τη μέρα, οι άνεργοι είχαν ξεπεράσει τους 230.000, οι μισθοί είχαν πέσει σε πραγματική αξία κατά 10%, η οικονομική δραστηριότητα είχε μειωθεί αισθητά και οι τράπεζες αντιμετώπιζαν σοβαρό πρόβλημα ρευστότητας. Καθώς περνούσαν οι μέρες του Απρίλη, ο Βενιζέλος έμοιαζε σιγά – σιγά να έχει αποδεχτεί πως η κατάσταση ήταν πλέον αναστρέψιμη. Ταυτόχρονα, ισχυροί οικονομικοί παράγοντες της χώρας, όπως ο βιομήχανος Επαμεινώνδας Χαρίλαος, ζητούσαν την άμεση εγκατάλειψη του «χρυσού κανόνα», κίνηση που προσδοκούσαν πως θα επέφερε αύξηση των εξαγωγών και άνοιγμα της πιστωτικής πολιτικής. Το ίδιο προσδοκούσαν και όλες οι ελληνικές εμπορικές τράπεζες. Αντίθετα, η Εθνική Τράπεζα, λόγω των αυξημένων καταθέσεων της σε ξένο συνάλλαγμα, δεν επιθυμούσε μια τέτοια εξέλιξη. Στις 16 Απριλίου, ο Βενιζέλος ανακοίνωσε στη Γενεύη, στο πλαίσιο του Συμβουλίου της Κοινωνίας των Εθνών, την αδυναμία καταβολής των χρεών της Ελλάδας και επομένως την επίσημη κήρυξη στάσης πληρωμών από μέρους της. Ήταν και επίσημα η τέταρτη χρεοκοπία της χώρας μας. Την προηγούμενη μέρα ο έλληνας πρωθυπουργός είχε κάνει την ύστατη προσπάθεια για την πολυπόθητη εξωτερική βοήθεια. Από το βήμα της ΚΤΕ ο Βενιζέλος ανέλυσε στους ευρωπαίους ηγέτες τα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας και επανέλαβε τα αιτήματα της ελληνικής κυβέρνησης, πενταετή αναστολή των πληρωμών των τοκοχρεολυσίων και δάνειο 50.000.000 δολαρίων. Όμως η οριστική απόφαση της ΚΤΕ ήταν αρνητική. [1]


Το σχέδιο Μάρσαλ[επεξεργασία]

Από το 1949 έως το 1952 οι ελληνικές εξαγωγές ήταν ελάχιστες, τα φορολογικά έσοδα εντελώς ανεπαρκή, η εμπιστοσύνη στη δραχμή ήταν ανύπαρκτη. Τη θέση του εθνικού νομίσματος, ως κύριου μέσου συναλλαγών, κατείχε η χρυσή λίρα Αγγλίας, με αποτέλεσμα οι καταθέσεις να είναι μηδαμινές και η αποταμίευση να μη λειτουργεί ως πηγή άντλησης κεφαλαίων και δημιουργίας πιστώσεων όπως αναφέρει ο Φραγκιάδης Α. στο βιβλίο του «Ελληνική Οικονομία». Η αμερικανική βοήθεια έπαιξε κύριο ρόλο στην αντιμετώπιση της εξαιρετικά κρίσιμης οικονομικής κατάστασης. Η εισροή δολαρίων κατέστησε εφικτή την πραγματοποίηση των απαραίτητων εισαγωγών, καλύπτοντας το σύνολο σχεδόν του ελλείμματος του εξωτερικού ισοζυγίου, χρηματοδότησε το δημόσιο έλλειμμα, επιτρέποντας στο κράτος να λειτουργήσει, και έδωσε στην Τράπεζα της Ελλάδας τη δυνατότητα να χορηγήσει πιστώσεις στην οικονομία. Έτσι, τρία χρόνια μετά το τέλος του εμφυλίου, η εγχώρια παραγωγή είχε ανακάμψει σχεδόν στα προπολεμικά επίπεδα. Η ολοκληρωτική στήριξη που παρείχε η αμερικανική οικονομική βοήθεια ήταν, μια έκτακτη κατάσταση, που δύσκολα θα μπορούσε να διαρκέσει. Το 1952 έγινε σαφές ότι οι πιστώσεις πρόκειται να μειωθούν δραστικά, καθώς με τον πόλεμο της Κορέας, οι προτεραιότητες των ΗΠΑ στράφηκαν από την οικονομική ανασυγκρότηση της Ευρώπης στον επανεξοπλισμό του δυτικού μπλοκ. Η προοπτική αυτή προκάλεσε στην Ελλάδα φόβους για ανακοπή της ανασυγκρότησης και πλήρη οικονομική κατάρρευση. Όμως η άμεση αμερικανική επέμβαση στην Ελλάδα είχε ήδη πετύχει τους στόχους της. Όταν τελείωσε το σχέδιο Μάρσαλ, οι περισσότεροι αμερικανικοί σύμβουλοι αποχώρησαν και η οικονομική βοήθεια περιορίστηκε. [3]




Μεταβατική περίοδος[επεξεργασία]

Από την τελευταία χρεοκοπία του Βενιζέλου και για τα επόμενα χρόνια η λέξη χρεοκοπία δεν θα ακουστεί στην Ελληνική επικράτεια. Η Ελλάδα θα καταφέρει να ρυθμίσει όλες τις οφειλές της με τους ξένους πιστωτές από τα δάνεια της ανεξαρτησίας, τα δάνεια του Όθωνα και τα προπολεμικά δάνεια μετά από πολλές πιέσεις μόλις την δεκαετία του 1960. Εκείνη την περίοδο, και ειδικότερα το 1962, η κατάσταση της ελληνικής οικονομίας βρέθηκε αρκετές φορές στο επίκεντρο του ξένου Τύπου όπως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η ανταπόκριση του απεσταλμένου των Τάιμς του Λονδίνου στην Αθήνα ο οποίος τον Ιούνιο του 1962 ασχολήθηκε με το ζήτημα της φοροδιαφυγής στην Ελλάδα.

Η οικονομική κρίση του 1965[επεξεργασία]

Στις 3 Δεκεμβρίου του 1965, η Ελλάδα βρέθηκε πάλι στη δίνη οικονομικής κρίσης. Το πρωί εκείνης της ημέρας έλαβε χώρα μια έκτακτη σύσκεψη στο υπουργείο Εξωτερικών, με μοναδικό θέμα τα νέα έντονα προβλήματα που αντιμετώπιζε η ελληνική οικονομία, μεταξύ των οποίων και το συνεχώς αυξανόμενο έλλειμμα του δημοσίου χρέους. Είχε προηγηθεί η πτώση της κυβέρνησης της Ενώσεως Κέντρου του Γεωργίου Παπανδρέου και η συγκρότηση της κυβέρνησης Στέφανου Στεφανόπουλου. Ανώτατο στέλεχος και στην ουσία πρωθυπουργός της κυβέρνησης Στεφανόπουλου ήταν ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης. Υπήρχε ένα κρίσιμο ζήτημα, η προσπάθεια παροχής επιπρόσθετης οικονομικής βοήθειας που επιδίωκε να λάβει η κυβέρνηση Στεφανόπουλου από την Ουάσιγκτον. Την ίδια προσπάθεια είχε κάνει και ο βασιλιάς Κωνσταντίνος λίγους μήνες νωρίτερα. Το απόγευμα της 11ης Δεκεμβρίου του 1965, ο αμερικανός πρεσβευτής Φίλιπ Τάλμποτ επισκέφθηκε τον πρωθυπουργό Στεφανόπουλο και του παρέδωσε την ανακοίνωση της αμερικανικής κυβέρνησης για παροχή βοήθειας προς την Ελλάδα. Η ανακοίνωση της αμερικανικής κυβέρνησης ανέφερε πως θα συνεργαστούν με την Ελλάδα και θα τη βοηθήσουν να αντιμετωπίσει τα προβλήματα της. [1]


Η οικονομική πολιτική της επταετίας[επεξεργασία]

Στις 6:30 το πρωί της Παρασκευής της 21ης Απριλίου του 1967, οι Έλληνες άκουσαν από τα ραδιόφωνα τους πως λόγω της έκρυθμης πολιτικής κατάστασης, τη διακυβέρνηση της χώρας ανέλαβε ο στρατός. Λίγο αργότερα, μετά το υπουργικό συμβούλιο Κόλλια σε νέο ραδιοφωνικό διάγγελμα το στρατιωτικό καθεστώς ανέφερε πως ένας από τους λόγους που ανέλαβε βίαια την εξουσία ήταν και η οικονομική κατάσταση της χώρας. Στην συνέχεια στις προγραμματικές δηλώσεις της «κυβέρνησης» αναφέρονταν ότι θα επιδιώξει με όλα τα μέσα την επιτάχυνση του ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης της χώρας βάσει επιστημονικού προγράμματος. Μέσα στα πρώτα δύο έτη, το στρατιωτικό καθεστώς αποφάσισε δύο νόμους, με τους οποίους παρέχονταν σε εταιρείες πολλά φορολογικά προνόμια και εξαιρέσεις. Οι ευνοϊκές ρυθμίσεις μπορεί να προσέλκυσαν ξένες επιχειρήσεις, σύντομα όμως δημιούργησαν ένα άναρχο πλαίσιο εταιρικής δραστηριότητας, όπου δινόταν πολύ μεγαλύτερη βαρύτητα στα οφέλη των εταιρειών σε βάρος του μακροπρόθεσμου οικονομικού σχεδιασμού και των οφελών που θα μπορούσε να έχει η χώρα από αυτές τις επενδύσεις. Την ίδια εποχή η ΕΟΚ σταμάτησε την οικονομική βοήθεια της προς την Αθήνα. Ακόμα δεν προχώρησε και καμία από τις διοικητικές και οικονομικές μεταρρυθμίσεις που ήταν αναγκαίες για τη δύσκολη προσαρμογή της ελληνικής οικονομίας στην Ευρωπαϊκή κοινή αγορά. Αύξησαν τις δημόσιες δαπάνες, ειδικότερα στους τομείς ασφαλείας, και ζητούσαν από το εσωτερικό και από το εξωτερικό κατά διαστήματα δάνεια για να καλύψουν τους ετήσιους προϋπολογισμούς. Πριν το τέλος της επταετίας, το 1972 άρχισαν να διαφαίνονται ξεκάθαρα τα αποτελέσματα των κακών οικονομικών χειρισμών. Τον Οκτώβριο του 1973 εξαιτίας του γενικότερου άσχημου οικονομικού κλίματος και της πετρελαϊκής κρίσης, δημιουργήθηκε μια διεθνής οικονομική κρίση, η οποία βρήκε την Ελλάδα σε δύσκολη θέση. Ο πληθωρισμός εκτινάχθηκε στο 15,5% από το 4,9% στο οποίο βρισκόταν το 1966. Το 1974 (έτος πτώσης της χούντας), ο ρυθμός ανάπτυξης εμφάνισε μετά από πολλά χρόνια αρνητικό πρόσημο. Από το 6,5% που βρισκόταν το 1966 στο -6,4%. Μετά την πτώση του στρατιωτικού καθεστώτος, το Σεπτέμβριο του 1974 παραχωρήθηκε στην Ελλάδα δάνειο 100.000.000 δολαρίων με στόχο την στήριξη της ελληνικής οικονομίας. Μετά από 5 μέρες ανακοινώθηκε η χορήγηση ετήσιας οικονομικής ενίσχυσης προς την Ελλάδα 60.000.000 μάρκων για τα έτη 1974 – 1976 από τη Δυτική Γερμανία. [1]

Η κρίση του 1985 – 1987[επεξεργασία]

Ο Λιαργκόβας Π. στο βιβλίο του «Κρίση, δανεισμός και χρεοκοπία» αναφέρει πως μετά την μεταπολίτευση οι κυβερνήσεις φορτώσανε το χρέος αυτό στις δημόσιες επιχειρήσεις. Υπάρχει έκθεση του 1985 που λέει ότι η ΔΕΗ, η τότε κρατική ΔΕΗ, για κάθε 1000 δραχμές που δανειζόταν είχε εσωτερική ανάγκη μόνο τη μια δραχμή. Όλο το υπόλοιπο ήταν απαιτήσεις εξωλογιστικές για πληρωμή χρεών. Την εποχή εκείνη αρχίζουν να δανείζονται ξανά οι κυβερνήσεις για τις δικές τους ανάγκες και ο δανεισμός είναι επαχθέστατος. Για παράδειγμα το 1977 συνάπτεται με όμιλο τραπεζών από τη Γαλλία δάνειο με την ελληνική κυβέρνηση όπου εκτός από τους τρομακτικά τοκογλυφικούς όρους που επιβάλλονται στην Ελλάδα, της επιβάλλονται και οι εξής όροι. Πρώτον. Το πόσες φρεγάτες θα αγοράσει από τη Γαλλία. Δεύτερον. Πόσο όγκο κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων θα αγοράσει από τη Lacoste και από τις γαλλικές επιχειρήσεις με αποτέλεσμα φυσικά την καταστροφή της ελληνικής κλωστοϋφαντουργίας γιατί εισάγαμε αυτά που θα μπορούσαμε να παράγουμε οι ίδιοι με έναν αναπτυγμένο κλάδο της βιομηχανίας εκείνη την εποχή. Αργότερα έγιναν και άλλες τέτοιες δανειακές συμβάσεις, η μεγαλύτερη ήταν το 1987 η οποία ήταν με τον όμιλο της Mitsubishi Funds όπου ανάμεσα σε αυτά που μας ζητούσαν να αγοράσουμε, ήταν και τα περίφημα ιαπωνικά προγράμματα της τηλεόρασης, δηλαδή τότε άρχισε η εισβολή των Pokemοn, των Digimon και όλη αυτή την τερατολογία ας πούμε που γενιές επί γενιών ζούνε τα δικά μας παιδιά. Από εκεί και πέρα έχουμε την δημιουργία τεράστιων ελλειμμάτων λόγω της σχέσης μας κυρίως με την ΕΟΚ που τα εκτινάσσει μετά το 1984 αλλά και μιας πολιτικής κυριολεχτικά αθώωσης των υπευθύνων για τη λεηλασία αυτού του τόπου και την καταστροφή της βιομηχανίας μέσω κυρίως των προβληματικών. Μιλάμε για 340 περίπου ή 370 βιομηχανικές επιχειρήσεις της χώρας, την αφρόκρεμα της ελληνικής βιομηχανίας και της ελληνικής παραγωγής ευρύτερα. Το ποσό που χρωστάγανε, το πόσο δηλαδή είχαν φορτώσει οι προηγούμενοι ιδιοκτήτες αυτές τις μεγάλες βιομηχανίες και παραγωγικές επιχειρήσεις κατά μέσο όρο ήταν περίπου 12 φορές το μετοχικό κεφάλαιο των εταιρειών και είχε μετατραπεί σε δανεικά και αγύριστα. Το αποτέλεσμα είναι να εκτιναχθεί μέσα σε 4 χρόνια στο διπλάσιο το χρέος της χώρας. [7]


Η οικονομική κρίση από το 2006 μέχρι το 2010[επεξεργασία]

Το συγκεκριμένο άρθρο απεικονίζει την πραγματική κατάσταση όχι μόνο του έθνους αλλά και την κατάσταση ολόκληρης μας παγκόσμιας οικονομίας. Στόχος αυτού του άρθρου είναι να δημιουργηθεί ένας γρήγορος οδηγός με κύριες πτυχές των οικονομικών κρίσεων από το 2008 έως το 2010. [8]

Η κρίση του 2008[επεξεργασία]

Ο Λιαργκόβας Π. αναφέρει πως την αμερικανική ύφεση επηρέασε η τρομοκρατική επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, που είχε σαν αποτέλεσμα τον Ιούνιο του 2003 τα επιτόκια να διαμορφώνονται στα χαμηλότερα των τελευταίων 50 ετών, στο 1%. Όταν ξέσπασε η κρίση στην Αμερική, η Ευρώπη πίστεψε πως το θέμα δεν την αφορά. Μέχρι που ανακάλυψε πως πολλές ευρωπαϊκές τράπεζες συμμετείχαν σε αυτό το πάρε – δώσε στοιχηματίζοντας με ανύπαρκτο θεωρητικό χρήμα. Σύμφωνα με τον Πετράκη Π. η κρίση του 2008 όσον αφορά την ελληνική οικονομία είχε τέσσερα βασικά χαρακτηριστικά. Πρώτον εμφανίστηκε σε μια ήδη «εξασθενημένη» οικονομία, με την έννοια ότι η ελληνική οικονομία ήδη είχε σε σημαντικό βαθμό εξαντλήσει το παραδοσιακό μέσο για την αντιμετώπιση μιας κλασσικής ύφεσης, το δημοσιονομικό έλλειμμα, αφού εδώ και χρόνια εφαρμόζεται μια επεκτατική δημοσιονομική πολιτική. Δεύτερον εμφανίστηκε σε μια οικονομία, κυρίως μέσω της μείωσης της ζήτησης, με τον μεγαλύτερο σκιώδη τομέα και μικρή έκθεση στην εξωτερική διεθνή οικονομία. Τρίτον απείλησε τον τραπεζικό τομέα. Τέλος επιδείνωσε τα δημόσια οικονομικά. Οι ενδείξεις για την εξασθένιση της ελληνικής οικονομίας είχαν ήδη εμφανιστεί από το 2007, κυρίως μέσω της μείωσης των επενδύσεων, ως αποτέλεσμα της υπερδιόγκωσης των ιδιωτικών επενδύσεων. Αυτή η υπερδιόγκωση ήταν ένα συγχρονισμένο με τη διεθνή οικονομία φαινόμενο αύξησης των επενδύσεων, αλλά και αποτέλεσμα της κυβερνητικής πολιτικής, κυρίως μέσω της δημιουργίας ενός κλίματος των αγορών λόγω της αναμενόμενης εισαγωγής του ΦΠΑ. Στην υπερδιόγκωση της ζήτησης συνέβαλε επίσης η διατήρηση χαμηλών τραπεζικών επιτοκίων μέχρι το 2007. Παράδειγμα το 2007 στην ελληνική οικονομία παρουσιάζονται 250.000 διαμερίσματα προς διάθεση. Η πτώση της οικοδομικής δραστηριότητας κατά 15,6% το α’ εξάμηνο του 2009 ήταν αναμενόμενη τόσο για λόγους υπερπροσφοράς, όσο και για λόγους μείωσης της ζήτησης λόγω της κρίσης. Στα μέσα του 2010, και μετά τις αποκαλύψεις ότι το δημοσιονομικό έλλειμμα της Ελλάδας έκλεισε για το 2009 σε επίπεδα πολύ πάνω από αυτά που θα καθιστούσαν το δημόσιο χρέος βιώσιμο, η ελληνική κυβέρνηση αδυνατούσε να δανειστεί με λογικά επιτόκια από τις αγορές για τη χρηματοδότηση του τρέχοντος δημοσιονομικού ελλείμματος και την αναχρηματοδότηση του χρέους. Αποτέλεσμα ήταν ο άμεσος κίνδυνος χρεοκοπίας και στάσης πληρωμών του Ελληνικού Δημοσίου. Η προσπάθεια της κυβέρνησης να ανακτήσει την αξιοπιστία της χώρας στις διεθνείς αγορές και να πετύχει μείωση των επιτοκίων οδήγησε σε λήψη μέτρων μείωσης των δαπανών, τα οποία δεν κατάφεραν να ανατρέψουν το αρνητικό κλίμα. Κατόπιν αυτών η Ελλάδα κατέφυγε στη βοήθεια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, που συγκρότησαν από κοινού μηχανισμό βοήθειας για την Ελλάδα. H ανακοίνωση της προσφυγής στον μηχανισμό στήριξης έγινε στις 23 Απριλίου 2010 από τον πρωθυπουργό ο οποίος βρισκόταν εκείνη την ημέρα στο Καστελόριζο. Η χρηματοδότηση από τον μηχανισμό στήριξης έγινε υπό τους όρους ότι η Ελλάδα θα λάβει μέτρα δημοσιονομικής προσαρμογής και, ειδικότερα, υπό τους όρους ότι θα λάβει μέτρα δημοσιονομικής εξυγίανσης. Με τη χρηματοδότηση από το μηχανισμό αποφεύχθηκε ο άμεσος κίνδυνος χρεοκοπίας της Ελλάδας, που θα είχε πιθανές ανεξέλεγκτες συνέπειες και για όλη τη ζώνη του ευρώ. Τα πρώτα μέτρα ανακοινώθηκαν από τον πρωθυπουργό την Κυριακή 2 Μαΐου 2010. Η Ελληνική οικονομία συνέχισε να βρίσκεται σε κατάσταση δημοσιονομικής ανισορροπίας και το επόμενο διάστημα με αποτέλεσμα ένα χρόνο μετά, τον Ιούνιο του 2011, η κυβέρνηση να καταφύγει στην ψήφιση του μεσοπρόθεσμου προγράμματος, που περιλάμβανε νέα μέτρα λιτότητας και περικοπές. Επίσης τέθηκε θέμα αξιοποίησης της δημόσιας περιουσίας και αναδιάρθρωσης ή «κουρέματος» του χρέους με σκοπό τη μακροπρόθεσμη μείωση του χρέους σε βιώσιμα επίπεδα σύμφωνα με τον Λιαργκόβα Π. [7]

Δημόσια Οικονομία[επεξεργασία]

Είναι ένα άρθρο από την Κεντρική Τράπεζα μας Κύπρου όπου αναλύει την οικονομική κατάσταση που επικρατεί στη χώρα μας. Αναφέρει πως από το 2001 υπάρχει ένα έλλειμμα που αυξάνεται συνεχώς. Ακόμα αναλύει τα έσοδα και τα έξοδα.[9]

Ολοκλήρωση της διεθνούς κεφαλαιαγοράς και οι οικονομικές κρίσεις[επεξεργασία]

Αυτό το άρθρο αναφέρεται στη δημιουργία των κρίσεων. Αναλύεται το ντόμινο των κρίσεων στις χώρες της Νοτιοανατολικής Ασίας κατά την περίοδο 1997–1998. Εξετάζονται οι παράγοντες που οδήγησαν στο λεγόμενο «ασιατικό θαύμα» και στη συνέχεια δίνεται ένα χρονικό των κρίσεων του 1997–1998. Τα αίτια των κρίσεων, που αναφέρονται στο εγχώριο περιβάλλον, στη διεθνή κεφαλαιαγορά και άλλους παράγοντες. [10]

Η οικονομική κρίση και οι επιπτώσεις της στην ψυχική υγεία[επεξεργασία]

Όσο περνά ο καιρός όλο και περισσότερο ακούγεται και η λέξη αυτοκτονία. Είναι ένα θέμα αρκετά σοβαρό. Οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν χάσει τις δουλειές και βρίσκονται σε οικονομικό αδιέξοδο. Έχοντας φτάσει στην απόγνωση από την οικονομική κατάσταση οδηγούνται σε αυτοκτονίες. Μια οικονομική κρίση επηρεάζει άμεσα την ψυχική υγεία των ανθρώπων. Αλλάζουν ξαφνικά όλα γύρω τους προς το χειρότερο και οδηγούνται πολλοί σε κατάθλιψη. Αυτά τα προβλήματα αναφέρονται και στο άρθρο του Μπούρα Γ. για την ψυχική υγεία των ανθρώπων όσο και στη σωματική που μπορεί να προκαλέσει μια οικονομική κρίση. Επίσης αναφέρει πως θα πρέπει όλη αυτή η κατάσταση να αντιμετωπισθεί άμεσα με υπηρεσίες και πράξεις που πρέπει να γίνουν σε κάθε τομέα για να σταματήσουν αυτά τα σοβαρά, ψυχικά προβλήματα που προκαλούνται από την οικονομική κρίση. Ο Κυριόπουλος Γ. [11] αναφέρεται στις επιπτώσεις που προκαλεί μια οικονομική κρίση στους ανθρώπους. Αναφέρει πως είναι πολύ σημαντικό για την υγεία των ανθρώπων. Η απώλεια δουλειάς προκαλεί άγχος, ανησυχία. Σημαντικό γεγονός είναι πως αυξάνονται και τα κρούσματα των αλκοολικών. Άνθρωποι προσπαθώντας να βρουν διέξοδο καταλήγουν στο ποτό.

Αλήθεια και Δικαιοσύνη στην αντιμετώπιση μας ελληνικής κρίσης[επεξεργασία]

Στο συγκεκριμένο άρθρο διαβάζουμε κάποιες αλήθειες που θα πρέπει να γνωρίζουμε και να καταλάβουμε σχετικά και μας οικονομικές κρίσεις. Τα αίτια. Τις κρίσεις που έγιναν σε όλες τις χώρες. Τέλος πιστεύει πως πρέπει να υπάρξουν εξηγήσεις στον ελληνικό λαό και να γίνουν διορθωτικές αλλαγές. [12]


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  1. 1,00 1,01 1,02 1,03 1,04 1,05 1,06 1,07 1,08 1,09 1,10 1,11 1,12 1,13 1,14 1,15 1,16 1,17 1,18 Ρωμαίος Γ. , (2012), «Η Ελλάδα των Δανείων και των Χρεωκοπιών», Αθήνα, Εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ
  2. Κουβέλης Σ. , “Ο Διεθνής Οικονομικός Έλεγχος στην Ελλάδα”, http://www.google.gr/books?id=DNmTxQ5WbcoC&printsec=frontcover&hl=el&source=gbs_ge_summary_r&cad=0#v=onepage&q&f=false (p.210–250)
  3. 3,0 3,1 3,2 Φραγκιαδάκης Α., (2007), «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ 19Ος – 20ος αιώνας. Από τον Αγώνα της Ανεξαρτησίας στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση της Ευρώπης», Αθήνα, Εκδόσεις ΝΕΦΕΛΗ
  4. Theoharry Grammatikos, New York University, “Predicting bankruptcy of industrial firms in Greece”, http://digilib.lib.unipi.gr/spoudai/bitstream/spoudai/591/1/t34_n3-4_421to443.pdf
  5. Peter Bernholz, (2008), “Government Bankruptcy of Balkan Nations and their Consequences for Money and Inflation. Before 1914 : A Comparative Analysis”, http://papers.ssrn.com/sol3/papers.cfm?abstract_id=1129222
  6. Tsoulfidis L., (2010), “From Economic Prosperity to the Depression of 1930s”, http://mpra.ub.uni-muenchen.de/31746/1/The_Depression_of_1930s_and_the_Greek_Economy.pdf (p. 2 – 37)
  7. 7,0 7,1 Λιαργκόβας Π , Ρεπούσης Σ. (2011), «Κρίση, Δανεισμός και Χρεοκοπία», Αθήνα, Εκδόσεις ΠΑΠΑΖΗΣΗ
  8. Marco Berardi, (2010), “The Economic Crisis from 2006 up to 2010”, http://papers.ssrn.com/sol3/papers.cfm?abstract_id=1698596&http://papers.ssrn.com/sol3/papers.cfm?abstract_id=1698596 ( p. 2 – 11)
  9. Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, (2002), “Δημόσια Οικονομία”, http://www.centralbank.gov.cy/media/pdf_gr/TBPBG_DIMOSIAIKONOMIKA.pdf (p. 18 – 19)
  10. Γιακούλας Δ., Γεμενής Κ., (2007), “Ολοκλήρωση της διεθνούς κεφαλαιαγοράς και οικονομικές κρίσεις”, http://doc.utwente.nl/76502/1/Gemenis07olokl%C4%93r%C5%8Ds%C4%93.pdf (13) (p. 58 – 74)
  11. Κυριόπουλος Γ., Τσιάντου Β., (2009), “Η οικονομική κρίση και οι επιπτώσεις της στην υγεία και την ιατρική περίθαλψη”, http://www.mednet.gr/archives/2010-5/pdf/834.pdf (p. 835 – 838)
  12. Kovras Iosif, (2011), “Truth and Justice in the Management of the Greek Crisis”, http://works.bepress.com/cgi/viewcontent.cgi?article=1020&context=iosif_kovras&sei-redir=1&referer=http%3A%2F%2Fscholar.google.gr%2Fscholar%3Fhl%3Del%26as_sdt%3D0%26q%3D%25CE%25B1%25CE%25B9%25CF%2584%25CE%25B9%25CE%25B1%2B%25CE%25BF%25CE%25B9%25CE%25BA%25CE%25BF%25CE%25BD%25CE%25BF%25CE%25BC%25CE%25B9%25CE%25BA%25CE%25B7%25CF%2582%2B%25CE%25BA%25CF%2581%25CE%25B9%25CF%2583%25CE%25B7%25CF%2582#search=%22%CE%B1%CE%B9%CF%84%CE%B9%CE%B1%20%CE%BF%CE%B9%CE%BA%CE%BF%CE%BD%CE%BF%CE%BC%CE%B9%CE%BA%CE%B7%CF%82%20%CE%BA%CF%81%CE%B9%CF%83%CE%B7%CF%82%22 (p. 1 – 4)

Λιαργκόβας Π , Ρεπούσης Σ. (2011), «Κρίση, Δανεισμός και Χρεοκοπία», Αθήνα, Εκδόσεις ΠΑΠΑΖΗΣΗ Πετράκης Π. , (Αθήνα, 2010), «Η Ελληνική Οικονομία : ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ», Αθήνα, Εκδόσεις ΠΑΠΑΖΗΣΗ Ρωμαίος Γ. , (2012), «Η Ελλάδα των Δανείων και των Χρεωκοπιών», Αθήνα, Εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ Φραγκιαδάκης Α., (2007), «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ 19Ος – 20ος αιώνας. Από τον Αγώνα της Ανεξαρτησίας στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση της Ευρώπης», Αθήνα, Εκδόσεις ΝΕΦΕΛΗ «Τα μεγάλα γεγονότα της παγκόσμιας ιστορίας», Εκδοτικός Οργανισμός ΠΑΠΥΡΟΣ LAROUSSE (1997) Διεύθυνση Έκδοσης Κρατερός Μ. Ιωάννου, (1998), «ΛΕΞΙΚΑ ΣΑΚΚΟΥΛΑ, ΝΟΜΙΚΟ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ», Εκδόσεις : ΑΝΤ. Ν. ΣΑΚΚΟΥΛΑ

ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΑ ΑΡΘΡΑ : Peter Bernholz, (2008), “Government Bankruptcy of Balkan Nations and their Consequences for Money and Inflation. Before 1914 : A Comparative Analysis”, http://papers.ssrn.com/sol3/papers.cfm?abstract_id=1129222 Marco Berardi, (2010), “The Economic Crisis from 2006 up to 2010”, http://papers.ssrn.com/sol3/papers.cfm?abstract_id=1698596&http://papers.ssrn.com/sol3/papers.cfm?abstract_id=1698596 ( p. 2 – 11) Theoharry Grammatikos, New York University, “Predicting bankruptcy of industrial firms in Greece”, http://digilib.lib.unipi.gr/spoudai/bitstream/spoudai/591/1/t34_n3-4_421to443.pdf Kovras Iosif, (2011), “Truth and Justice in the Management of the Greek Crisis”, http://works.bepress.com/cgi/viewcontent.cgi?article=1020&context=iosif_kovras&sei-redir=1&referer=http%3A%2F%2Fscholar.google.gr%2Fscholar%3Fhl%3Del%26as_sdt%3D0%26q%3D%25CE%25B1%25CE%25B9%25CF%2584%25CE%25B9%25CE%25B1%2B%25CE%25BF%25CE%25B9%25CE%25BA%25CE%25BF%25CE%25BD%25CE%25BF%25CE%25BC%25CE%25B9%25CE%25BA%25CE%25B7%25CF%2582%2B%25CE%25BA%25CF%2581%25CE%25B9%25CF%2583%25CE%25B7%25CF%2582#search=%22%CE%B1%CE%B9%CF%84%CE%B9%CE%B1%20%CE%BF%CE%B9%CE%BA%CE%BF%CE%BD%CE%BF%CE%BC%CE%B9%CE%BA%CE%B7%CF%82%20%CE%BA%CF%81%CE%B9%CF%83%CE%B7%CF%82%22 (p. 1 – 4) Tsoulfidis L., (2010), “From Economic Prosperity to the Depression of 1930s”, http://mpra.ub.uni-muenchen.de/31746/1/The_Depression_of_1930s_and_the_Greek_Economy.pdf (p. 2 – 37) Γιακούλας Δ., Γεμενής Κ., (2007), “Ολοκλήρωση της διεθνούς κεφαλαιαγοράς και οικονομικές κρίσεις”, http://doc.utwente.nl/76502/1/Gemenis07olokl%C4%93r%C5%8Ds%C4%93.pdf (13) (p. 58 – 74) Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, (2002), “Δημόσια Οικονομία”, http://www.centralbank.gov.cy/media/pdf_gr/TBPBG_DIMOSIAIKONOMIKA.pdf (p. 18 – 19) Κουβέλης Σ. , “Ο Διεθνής Οικονομικός Έλεγχος στην Ελλάδα”, http://www.google.gr/books?id=DNmTxQ5WbcoC&printsec=frontcover&hl=el&source=gbs_ge_summary_r&cad=0#v=onepage&q&f=false (p.210–250) Κυριόπουλος Γ., Τσιάντου Β., (2009), “Η οικονομική κρίση και οι επιπτώσεις της στην υγεία και την ιατρική περίθαλψη”, http://www.mednet.gr/archives/2010-5/pdf/834.pdf (p. 835 – 838) Μπούρας Γ., Λυκουρας Λ. (2011), “Η οικονομική κρίση και οι επιπτώσεις της στην ψυχική υγεία”, http://www.encephalos.gr/48-2-02g.htm (48) p. 54 – 61).