Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Δημήτρης Χριστόπουλος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Δημήτρης Χριστόπουλος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 24 Δεκεμβρίου 2021

Χριστούγεννα στο μυαλό του

Δημήτρης Χριστόπουλος


Παραμονή Χριστουγέννων, με το χιόνι να λευκιάζει τον τόπο, ο γερο-Πανίκας, πατημένα τα ενενήντα, σέρνει με δυσκολία τα πρησμένα ποδάρια του μέχρι την εκκλησιά απάνω στον λόφο τον αντικρινό. Τάμα το έχει. Κάποιος να τη λειτουργήσει χρονιάρες μέρες. Άθεος και αγνωστικιστής δήλωνε στα νιάτα του όταν πήρε τα βουνά. Τον σταυρό του όμως τον έκανε τακτικά. Κάτι σαν μετάνοια που αυτός έλειπε σε μυστική αποστολή την ημέρα που έγινε το κακό –καμιά δόξα ή δικαιολογία για όσους μένουν πίσω. Και συγχώρεση από εκείνους που φύγανε νωρίς με μια σφαίρα, άλλος στο στήθος, άλλος στην καρδιά, άλλος στο κεφάλι, και κανένας αρσενικός δεν ξέφυγε. Ούτε ο παπάς. Και ο κομαντάντ φον Herodes, λένε, την έβγαλε τη διαταγή και κουβέντα δε σήκωνε. Δέκα προς έναν. Ο γερο-Πανίκας τρίβει με μανία το πρόσωπό του να διώξει τα φαντάσματα, βάζει μια χιλιοπαιγμένη κασέτα στο μαγνητόφωνο, πατάει το κουμπί και ο τόπος πλημμυρίζει από χαρμόσυνες καμπάνες και χριστουγεννιάτικες ψαλμωδίες. Σε μια στιγμή, που ξέπνοος κλείνει τα μάτια στο στασίδι, τού φαίνεται πως ένας ένας ξεγελιούνται και μπαίνουν με τα γιορτινά τους ντυμένοι όλοι οι συγχωριανοί του, άντρες, γυναίκες και παιδιά με τρίγωνα στα χέρια. Ήμαρτον, λέει και σκύβει καμπουριαστός σαν δρεπάνι μπροστά στην εικόνα της Βρεφοκρατούσας κι ανάβει, αντί για κερί, ένα άφιλτρο από εκείνα τα παλιά που τα φυλάει στο μπαούλο του για κάτι τέτοιες στιγμές. Να με συγχωράς, Του λέει –και βγάζει την τραγιάσκα του- για το ανάρμοστο του πράγματος, μονάχα τούτο δω μου απόμεινε τώρα στα γεράματα. Κι Εκείνος με τα μακριά μαλλιά και τα γένια, λιβανισμένος τόση ώρα με τη νικοτίνη, κατεβαίνει από ψηλά, Δεν είμαι μωρό, μεγάλωσα πια, του κάνει και του δείχνει δυο τρύπες που καπνίζουν στο μέτωπό του· χαμογελά χτυπώντας τον στην πλάτη, και… Λίγο καπνό, ρε πατριώτη. Λίγο καπνό επειγόντως. Τι άλλο λες να θέλω; Χαρμάνιασα τόσα χρόνια εκεί πάνω και ψυχή δεν πατά το πόδι της εδώ μέσα. Κι η μάνα μου η κυρ-Παναγιά δεν με το είπε όταν με ’γέννα πως έχει ο κόσμος βάσανα και η αγάπη πίκρες. Κι εσύ, του λέει, αθεόφοβε, μόνο τις γιορτές ξέρεις να κοπιάζεις στην εκκλησιά με τα Κυριε-ελέησον και τους ψαλτάδες σου... Άι σιχτίρ! Τότε ο γέρος αναθαρρεί, βγάζει από τη μέσα τσέπη της τριμμένης πατατούκας ένα μπουκάλι τσίπουρο και κάτι στραγάλια, αλλάζει την κασέτα στο μαγνητόφωνο κι εκεί, μέσα στον ιερό τόπο παραμονή Χριστουγέννων, το γυρνάει σε κάτι παλιούς ποντιακούς σκοπούς, που κάνουν και τους γύρω νεκρούς ν’ αναστηθούν μόλις ακούσουν το δοξάρι στην κεμεντζέ να παίζει*, και να το ρίξουν στον κυκλικό χορό με λυγισμένους τους αγκώνες. Χριστός Ανέστη οσήμερον, ολ’ λάσκουν χαρεμένα! λέει ο γέρος και κάνει το μπουκάλι γύρα από στόμα σε στόμα, να πάνε μια και κάτω τα φαρμάκια τού πάνω και του κάτω κόσμου, να κλείσουνε και οι πληγές. Χριστός ’γεννέθεν χαράν ’ς σον κόσμον! του απαντάνε οι άλλοι με μια φωνή, Δέβα’ς σο ταρέζ’ κι έλα ’ς σην πόρταν, δος μας ούβας και λεφτοκάρα** και συνεχίζουν τον χορό μέχρι να ξημερώσει.

*η ποντιακή λύρα

**Πήγαινε στο ράφι κι έλα στην πόρτα, δώσε μας χουρμάδες και φουντούκια. 


Πηγή:artinews



Δημήτρης Χριστόπουλος: Σχετικά με τον Συντάκτη




Διαβάστε Περισσότερα »

Παρασκευή 10 Σεπτεμβρίου 2021

Καληνύχτα, Σάντσο...

Δημήτρης Χριστόπουλος


Πώς μπορείς στη σιδερένια μοναξιά σου; Πού πήγαν τόσοι Αμάδηδες; Τρέχεις στις λεωφόρους του χρόνου φορώντας πανωφόρι τη σοφία της καρδιάς κι ας είσαι κλεισμένος ακόμα στο κλουβί σου.

Τα μάγια εύκολα δεν λύνονται, ψιθύριζες, όσο η κάννη σημαδεύει στον κρόταφο την αρετή, μα εγώ πιο λεύτερος εδώ μέσα είμαι.

Αφεντικό! ο κόσμος αγρίεψε. Οι γυναίκες μυρίζουν γάλα που δεν πρόφτασαν να δώσουν στα παιδιά τους. Ο Αργύρης κοιμάται στο γρασίδι κι ο Κώτσος στον σιδηροδρομικό σταθμό. Πού χάθηκαν εκείνες οι παρέες που πίστεψαν πως θ’ αλλάξουν τον κόσμο;

Αφεντικό!-σού είπα-εγώ, ένας πούρος χριστιανός, δεν θέλω την αλήθειά τους. Το ψέμα ενός τρελού θέλω, που με αλήθεια μοιάζει.

Χάρηκες που ανταμώσαμε. Να τις μιλάς τις λέξεις μου πού και πού, μού είχες πει, να ξεσκουριάζουν κομματάκι κι οι κλειδώσεις από την ακινησία.

Φθινοπώριασε, καλέ μου σεΐζη. Γρήγορα νυχτώνει τώρα. Κλείσε τα φώτα φεύγοντας, η ζωή θέλει δράση, όχι ονειροπόλους. Άναψε και μια μικρή φωτιά για φίλους ξεχασμένους. Καληνύχτα, Σάντσο. Καληνύχτα.




Πηγή:artinews



Δημήτρης Χριστόπουλος: Σχετικά με τον Συντάκτη




Διαβάστε Περισσότερα »

Τετάρτη 2 Ιουνίου 2021

Η μαύρη μπίλια με το νούμερο οκτώ

Δημήτρης Χριστόπουλος


Τα άγουρα καλοκαίρια μου στα μπιλιάρδα του Αλέκου σύχναζα. Όταν έκλεινε το ένα σχολείο, άνοιγε το άλλο. Οχτάμπαλο να παίξουμε με τη γνωστή παρέα. Τεμπεσίρια και πετσιά, ξύστρες και πουγκί με πούδρα για το χέρι. Και τα κακά κορίτσια, πυγολαμπίδες που θαυμάζουν τη δεξιοτεχνία μας.

Την στέκα πάνε χρόνια που δεν την ξανάπιασα. Για λόγους αδιευκρίνιστους που μόνο το ασυνείδητο γνωρίζει. Και με την αγοροπαρέα σπάσαμε και δεν ξανανταμώσαμε. Μάθαμε όμως πως το σπάσιμο γίνεται πάντα με τη λευκή τη μπίλια. Και το παιχνίδι παίζεται με όλες τις μπίλιες, τις μονές και τις διπλές. Και τέσσερις τουλάχιστον μπίλιες αν δεν ακουμπήσουν σε σπόντα, είναι φάουλ. Μάθαμε κι άλλα. Φερ’ ειπείν, η απόλαυση του παιγνιδιού προϋποθέτει την ξεκάθαρη δήλωση κανόνων που οι ίδιοι βάζαμε και απαρέγκλιτα τους τηρούσαμε. Όποιος τους παραβίαζε αυτομάτως έβγαινε από το παιγνίδι.

Γι’ αυτό και η γραφή είναι δηλωτό παιγνίδι· δηλώνεις πριν παίξεις ότι η τάδε μπίλια θα πάει στην τάδε τσέπη*. Έτσι εξηγείται γιατί ανέκαθεν με στοίχειωνε η μαύρη μπίλια με το νούμερο οκτώ. Αυτήν από μικρός κυνηγούσα με τη στέκα στα χέρια. Κι ακόμα την κυνηγώ. Αλλά αυτή διαρκώς μου ξεφεύγει.

*τσέπη: η τρύπα στο μπιλιάρδο

Πηγή:artinews



Η Σφήκα: Επιλογές




Διαβάστε Περισσότερα »

Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 2020

Φοβάμαι. Φοβάμαι πολύ

Δημήτρης Χριστόπουλος


Οι σκανδιναβικές αερογραμμές (SAS) αναγκάστηκαν προ ημερών να αποσύρουν την καινούργια τους διαφημιστική καμπάνια με τίτλο «Τι είναι αληθινά σκανδιναβικό; Απολύτως τίποτα. Όλα είναι αντιγραμμένα», γιατί εισέπραξαν κανονικό bullying από τα ακροδεξιά κόμματα που κόπτονται για την καθαρότητα της βορειοευρωπαϊκής κουλτούρας. Και στα καθ’ ημάς, δυο συγγραφείς, η Ελεάννα Βλαστού και ο Τάκης Θεοδωρόπουλος, σε αντίστοιχα δημοσιεύματά τους στην «Καθημερινή» («Η εμμονή με τον ρατσισμό είναι η νέα μισαλλοδοξία» και «Γυναίκα λευκή φοβάται μουσουλμάνο») αναρωτιούνται πώς θα ζήσουμε με τους «άλλους». Προφανώς η πρώτη ζήλεψε τη δόξα του δεύτερου και είπε να καταθέσει την προσωπική… τραυματική της εμπειρία.

Χρειάστηκε ένας εξέχων βιολόγος, ο Αλμπέρ Ζακάρ, που τόλμησε να πλέξει το 1981 το εγκώμιο στη διαφορετικότητα, για να εξαπολύσουν οι θεωρητικοί του επιστημονικού ρατσισμού τα βέλη τους εναντίον του. Όλες οι έρευνές τους καταπιάνονται με την αναζήτηση των διαφορών ανάμεσα στους ανθρώπους, για να μπορέσουν να δικαιολογήσουν την ύπαρξη των «φυλών». Και να που ένας επιστήμονας ενδιαφερόταν όπως και αυτοί για τις διαφορές, όχι για να τις εντοπίσει ή να τις καταγγείλει, αλλά για να τους πλέξει το εγκώμιο. Μια τέτοια άποψη, φυσικά, δεν απηχεί τη γνώμη όλου του κόσμου. Ο Ζακάρ είδε χωρίς αμφιβολία το ουσιώδες μέσα από το ηλεκτρονικό του μικροσκόπιο, δηλαδή τον πλούτο που χαρίζει η παραμικρή διαφορά σε ένα κυτταρικό σύνολο. Εμείς οφείλουμε, με τον πιο στοιχειώδη τρόπο, να ψηλαφήσουμε και να αναγνωρίσουμε την ποικιλομορφία και να την αποδεχθούμε ως πηγή πλούτου και όχι ως “το bitcoin του προοδευτισμού”. Άλλωστε, ορισμένα μείγματα, συχνά πλούσια και πολυσύνθετα, φέρνουν στο φως τον πλούτο που γεννιέται από τη διαφορετικότητα: το αγγλοσαξονικό πνεύμα, την αφροκουβανέζικη μουσική, τις ινδοευρωπαϊκές γλώσσες και τόσα άλλα.

Η ποικιλομορφία προσδιορίζει το σύνολο των βιολογικών, πνευματικών, ψυχικών χαρακτηριστικών που συνιστούν την ετερότητα των ανθρώπων. Κάθε άνθρωπος είναι διαφορετικός. Σε ολόκληρο τον κόσμο δεν υπάρχουν δυο απόλυτα όμοιοι άνθρωποι. Ακόμα και οι πραγματικοί δίδυμοι εξακολουθούν να είναι διαφορετικοί. Η ιδιαιτερότητα του ανθρώπου είναι ότι φέρει μια ταυτότητα που χαρακτηρίζει μόνον αυτόν τον ίδιο. Είναι μοναδικός, δηλαδή αναντικατάστατος. Ο καθένας μας μπορεί να λέει: «Δεν είμαι σαν τους άλλους» και θα έχει δίκιο. Όταν λέμε: «Είμαι μοναδικός», αυτό δε σημαίνει σε καμία περίπτωση: «Είμαι ο καλύτερος». Διαπιστώνουμε απλώς ότι κάθε άνθρωπος είναι μοναδικός. Με άλλα λόγια, κάθε πρόσωπο είναι ένα θαύμα, μοναδικό και αμίμητο.

Η διαφορά είναι το αντίθετο της ομοιότητας. Αυτός που τον θεωρούμε «διαφορετικό» έχει διαφορετικό χρώμα δέρματος απ’ ό,τι εμείς, έχει άλλα έθιμα, άλλη θρησκεία, άλλο τρόπο ζωής, γιορτάζει με διαφορετικό τρόπο, μιλάει άλλη γλώσσα κ.λπ. Υπάρχει η διαφορά που εκδηλώνεται με τη φυσική εμφάνιση (το ύψος, το χρώμα του δέρματος, τα χαρακτηριστικά του προσώπου κ.λπ.), υπάρχει, επίσης, και η διαφορά στη συμπεριφορά, στη νοοτροπία, στις πεποιθήσεις κ.λπ. Οπωσδήποτε, λοιπόν, είμαστε όλοι διαφορετικοί ο ένας από τον άλλο. Απλώς, ορισμένοι έχουμε κοινά κληρονομικά χαρακτηριστικά. Κατά κανόνα, αυτές οι ομάδες ζουν μαζί. Σχηματίζουν έναν πληθυσμό που διαφέρει από μια άλλη ομάδα στον τρόπο της ζωής του. Υπάρχουν πολλές ανθρώπινες ομάδες που διαφέρουν μεταξύ τους στο χρώμα του δέρματος, στην τριχοφυΐα, στα χαρακτηριστικά του προσώπου και επίσης στον πολιτισμό. Όταν αναμειγνύονται  (με το γάμο), γεννιούνται παιδιά που τα ονομάζουμε «μιγάδες». Κατά κανόνα, οι μιγάδες είναι ωραίοι. Η ομορφιά τους οφείλεται στην επιμειξία.

Βέβαια, η αναγνώριση της ποικιλομορφίας των ανθρώπων από μόνη της δεν συνιστά την «ανακάλυψη της Αμερικής», εάν δε συνοδεύεται από τον παράλληλο σεβασμό και την αναγνώριση της ισότητας των ανθρώπων μέσα στη διαφορετικότητα. Ο πλούτος δε βρίσκεται στη διαφορά, αλλά στη δημιουργική ανάμειξη των διαφορών. Για παράδειγμα, η λέξη «φυλή» δεν πρέπει να χρησιμοποιείται για να πούμε ότι υπάρχει ανθρώπινη ποικιλία. Χρησιμοποιήθηκε για να υπερτονιστούν οι εντυπώσεις των φανερών διαφορών, δηλαδή των σωματικών. Δεν έχουμε το δικαίωμα να βασιζόμαστε στις σωματικές διαφορές ή σε άλλα στίγματα ετερότητας, προκειμένου να διαιρούμε και να ταξινομούμε την ανθρωπότητα με ιεραρχικό τρόπο, δηλαδή να σκεφτόμαστε ότι υπάρχουν άνθρωποι ανώτεροι από τους άλλους ανθρώπους, που θα τους τοποθετούσαμε σε μια κατώτερη τάξη. Με άλλα λόγια, δεν έχουμε το δικαίωμα να πιστεύουμε ότι, επειδή το δέρμα μας είναι λευκό ή επειδή είμαστε Έλληνες, Ορθόδοξοι, μιλάμε ελληνικά, είμαστε επιστήμονες ή πλούσιοι, έχουμε περισσότερες ικανότητες από τους άλλους ανθρώπους. Η ποικιλομορφία σίγουρα αποτελεί πλούτο, όταν ξέρουμε να την ξεπερνάμε, δηλαδή να συγχρωτιζόμαστε με τους άλλους χωρίς διακρίσεις και αποκλεισμούς.

Η δημοκρατία χτίζεται πάνω στα γερά θεμέλια πολιτών με κριτική ικανότητα και απόψεις. Χρειάζεται πρωτίστως πολίτες κι όχι αδελφοποιτούς, κατά τον Σαβατέρ. Αντίθετα, η ισοπεδωτική ομοιομορφία των απόψεων και η δεκτικότητα των μαζών σε δογματικές αντιλήψεις οδηγεί αναπόφευκτα στη διαιώνιση των προβλημάτων και την ανία. Από την άλλη, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως ο πολιτισμός – με την ευρύτερη έννοιά του – δε δημιουργήθηκε δια της παρθενογενέσεως. Υπήρξε αποτέλεσμα της σύνθεσης, πολλές φορές ακόμα και των αντιθέτων. Έτσι, λοιπόν, η ποικιλομορφία δρα ως οξυγόνο για τον πολιτισμό, αφού επιτρέπει τον διαρκή εμπλουτισμό του με νέα στοιχεία, καθιστώντας τον εξελίξιμο, πολυφωνικό και ανανεώσιμο. Και σήμερα – περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη φορά – η διαφορετικότητα και η πολυφωνία επιβάλλονται ως επιτακτικές ανάγκες απέναντι στην απώλεια της προσωπικής ταυτότητας, της προσωπικής κρίσης, του προσωπικού γούστου, του «Εγώ» εν γένει, από τους Οργουελικούς μηχανισμούς του θαυμαστού, καινούριου κόσμου μας.

Κλείνοντας, να το εξομολογηθώ. Φοβάμαι. Φοβάμαι πολύ. Άντρες και γυναίκες χρώματος μαύρου στην ψυχή.

Πηγή: artinews.gr



Δημήτρης Χριστόπουλος: Σχετικά με τον Συντάκτη




Διαβάστε Περισσότερα »

Κυριακή 5 Ιανουαρίου 2020

Ο δικός μου νεκρόδειπνος

Δημήτρης Χριστόπουλος


Μου μηνύσανε πως ετοιμάζουνε για χάρη μου ένα αφιέρωμα και θέλουνε, λέει, επειγόντως, ένα κείμενο σαν αυτά που ’γραφα παλιά ξύνοντας βαθιά σαν το μολύβι τη μνήμη, για τον Καλαμά που τον κάνανε Αχέροντα και για τους δικούς μας και για τους δικούς τους που όλα γίνανε ξαφνικά ένα κουβάρι άλυτο σαν εκείνα που πλέκανε τα βράδια η μάνα κι οι αδερφάδες μου.

Πρώτα πρώτα για τους ξενιτεμένους να πω. Για τον Μήτσο τον Ντούλια που τα παλιά τα χρόνια μισόγερτος στην κρεβάτα του μίλαγε για κόσμους μακρινούς πίσω από τον ήλιο, για την ισιότητα και τη δικαιοσύνη, και τον χειμώνα λέγανε πως ναρκωνόταν σα ρώσικη αρκούδα, κι όλο έλεγε για τον Ίκαρο και τα κατορθώματά του και όλα τούτα δεν είναι παραμύθια, χάνονται κάποια στιγμή οι πρωτοπόροι για να ’ρθουν ύστερα οι άλλοι και να βρουν τον δρόμο ανοιχτό, κι όλο διάβαζε και Μαρξ και Λένιν και τη «Διαρκή Επανάσταση», άλλο που δεν φτούρησε όλο αυτό, και όταν υπόγραψε Δήλωση ακόμα κι η Μόσχα, ένας φίλος του, ο Περικλής με το κόκκινο γαρύφαλλο στο πέτο, αγύριστο κεφάλι κι αυτός, τι κι αν υπόγραψε η Μόσχα; είπε· ο Περικλής μια φορά δεν υπογράφει. Και για τον Γιάννη που ’φυγε μια μέρα μετανάστης για τη Γερμανία –Ντύσελντορφ και Μπόχουμ και Κολωνίες τα έφαγε με το κουτάλι που λένε- κι ένιωθε σαν το άλογο του Δούκα που του περάσανε την τριχιά στον λαιμό, κι οι Γερμανίδες σου κάνουν μαύρη τη ζωή –όλο τέτοια έγραφε στον φίλο του τον συγγραφέα- και λαχταρούσε να πάρει τα παιδιά του για να δουν το πατρικό του, ο Γιάννης που πατέρα δεν γνώρισε ποτέ, και τώρα, λέει, τον βλέπει καθαρά να στέκεται ασάλευτος, μια μαύρη σκιά, στη βιντεοκασέτα που του έστειλε ο συγγραφέας, κι όλο με κάτι τέτοιες παραφυσικές παλαβομάρες σπρώχνει τα χρόνια του.

Για τέτοιους άντρες θέλω να πω. Για τον Βαγγέλη που χάλασε την υγεία του πάνω στα βουνά, την Ελεύθερη Ελλάδα με τα χέρια του να φτιάξει, κι είχε κράση ασθενική και ζουφιασμένη όταν τους κυνηγούσαν οι Γερμανοί, και κατέληξε να ρέβει πάνω σ’ ένα κρεβάτι με χαλασμένα τα σωθικά του για δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια στα ανήλιαγα διαμερίσματα της Αθήνας και της Ανθούπολης, κι η νοσταλγία του για τα ψηλά βουνά της Μουργκάνας έμοιαζε μόνιμη νοσταλγία θανάτου. Και για τον Λευτέρη που ’φαγε τα νιάτα του εξόριστος σε κάποιο ξερονήσι, με τη λαχτάρα πίσω να γυρίσει για να πλανέψει μελίσσια στα λόγγα τα πυκνά, παρέα με τον αδελφό του τον Δημήτρη, κι απόμεινε καθηλωμένος μέσα στο ίδιο του το σπίτι μ’ ένα χρώμα μπακιρένιο στο πρόσωπο και το καρύδι στον λαιμό ν’ ανεβοκατεβαίνει συνεχώς –ο Λευτέρης, τέκνο βιασμού, που όταν γύρισε άφησε άταφο το κορμί του στο ξερονήσι, να το σκορπίζει ο άνεμος πάνω στα βράχια.

Μην ξεχάσω και κείνο τον Ζαμάνη, βρε παιδί μου· τη μια, θα τον βρεις γιατρό στην Αμαλιάπολη να νοσταλγεί τον Παπαδόπουλο και, την άλλη, αλαφροΐσκιωτο poeta να κυνηγά φαντάσματα σε κάποιο επαρχιακό Μοτέλ, τους λογαριασμούς με το παρελθόν να κλείσει και την αγαπημένη πόλη του οριστικά ν’ αποχαιρετήσει, που πόρνη την κατάντησαν οι Μπόλλες και το σινάφι τους.

Όσο για τις γυναίκες, πώς να ξεχάσεις την όμορφη Λένα που από το χωριό κρύφτηκε στο Κάστρο, παρηγοριά να δίνει στους φαντάρους –για τον άντρα που δεν χόρτασαν τα σκέλια της. Και την Άννα με το σφιχτό κορμί –τη γυναίκα του Χρήστου ντε- που οι συναδέλφισσές της ανήμερα Πρωτομαγιά, σε βάθρο, Αφροδίτη τη στόλισαν, και που καψούρα μεγάλη την είχε ο Δημητράκης ο γιατρός που ξεπουλήθηκε για τα φράγκα μιας Νάντιας, κόρης στρατιωτικού –τρομάρα του.

Μα εγώ για κάτι άλλες γυναίκες θα μιλήσω. Για τη Μαναμεγάλη που όλοι στο χωριό, για το μπόι και τον ίσκιο της, έτσι τη φωνάζαμε, κι η Μαναμεγάλη με την ξύλινη κουτάλα ν’ ανακατεύει όλη την ώρα στη γωνιά το καλαμποκίτικο αλεύρι, μάννα εξ ουρανού για την οικογένειά της στα δύσκολα τα χρόνια, κι όταν έκλεισε τα μάτια της, άφησε μονάχο του τον γερο-Ζήκο ν’ αγναντεύει σιωπηλός τη χιονισμένη Μουργκάνα. Και για τη μάνα μου, την κορυφαία του δράματος να πω, που έβαλε μπροστά τα στήθια σαν ήρθαν να πάρουν τον πατέρα μου, και για τη θεια Μαρίνα και για την ξαδέρφη Κατερίνα που όλες φύγανε νωρίς.

Θέλω κι άλλα να πω. Πολλά. Ξέρω! είναι καιρός να σταματήσω. Θυμάμαι, βρε παιδί μου, κάθε μέρα θυμάμαι. Κι αυτό είναι βάσανο μεγάλο. Τι κάθεσαι και θυμάσαι! μου λένε μερικοί. Μα αν δε θυμάσαι, τους λέω, είσαι ένα μαμούνι σαν την κατσαρίδα του Κάφκα, τον Γκρεγκόρ. Βλέπεις γύρω σου τον κόσμο και τίποτε δεν καταλαβαίνεις. Βραδιάζει, ξημερώνει, μονάχα αυτό. Ούτε πως είσαι ένα μαμούνι καταλαβαίνεις. Γέμισε ο τόπος μαμούνια. Τέτοια τους λέω κι αποσύρομαι στη μουγκή γωνιά μου. Ν’ ανοίξω το ράδιο μπας και ακούσω ένα ηπειρώτικο μοιρολόι –σόλο λαγούτο- και μες στους μπάσους ήχους του αναδευτούν θροΐσματα δέντρων, σιγανά παράπονα, νερά που κυλούν ανάμεσα στα πλατάνια, καμιά σουσουράδα ή έναν μπαγάσα τσαλαπετεινό…

Ουφ… κουράστηκα για σήμερα. Στα μαγαζάκια τ’ ουρανού έχουν τσίπουρο αγνό. Εις το επανιδείν λοιπόν.

*Στη μνήμη του Χριστόφορου Μηλιώνη

Πηγή: artinews.gr



Δημήτρης Χριστόπουλος: Σχετικά με τον Συντάκτη




Διαβάστε Περισσότερα »

Παρασκευή 8 Νοεμβρίου 2019

Ελλάδα, ακυβέρνητη πολιτεία!

Δημήτρης Χριστόπουλος


«Πρόσφυγες» χαρακτηρίζει ο Μηλιώνης τους Γιαννιώτες των πέριξ χωριών που στον καιρό του Εμφυλίου αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν άρον άρον τα σπίτια τους, για να βρουν καταφύγιο στην πόλη των Ιωαννίνων, εκεί όπου καινούργια βάσανα τους περίμεναν.

Διαβάζω και σκέφτομαι: η μοίρα του πρόσφυγα είναι πάντα και παντού η ίδια.

Χειρότερο, βέβαια, είναι να είσαι πρόσφυγας στον δικό σου τόπο, που κάποια μέρα πέρασε τα διόδια και χάθηκε για πάντα, χωρίς εσύ να το αντιληφθείς. Ο τόπος του μίσους, της χολής, της μισανθρωπιάς δεν είναι πια δικός μας. Ίσως να σάλπαρε μια νύχτα για άλλες πολιτείες και να μας άφησε μόνους να παλεύουμε με το θηρίο που μέσα μας ξύπνησε και βρυχάται.

Τα Γιαννιτσά είναι συνεκδοχικά η καρικατούρα της σημερινής Ελλάδας.


Διαβάζω:

«Είμαστε όλοι καθώς η Νεκρή Θάλασσα / πολλές οργιές κάτω απ’ την επιφάνεια του Αιγαίου»

(Γ. Σεφέρης, Ο Στράτης Θαλασσινός στη Νεκρή Θάλασσα, Ιούλιος 1942).


«Εκείνος ο χειμώνας ήταν ο πιο δύσκολος.

(…)

Πήραμε τα χάνια με τη σειρά, διαλέγοντας πεζοδρόμια στεγασμένα, αλλά συχνά πάνω στη βιασύνη μας πέφταμε στα λούκια και τρώγαμε μαζεμένο όλο το νερό που είχαμε γλιτώσει. Δεν βρίσκαμε πουθενά να μείνουμε. Παντού πλήθος από πρόσφυγες που πάλευαν να χώσουν το κεφάλι τους στις θυρίδες των χανιτζήδων και παρακαλούσαν για μια κάμαρη, έστω μια γωνιά στο χαγιάτι, να στρώσουν μια βελέντζα, γιατί είχαν μικρά παιδιά και θα πλευρίτωναν. Κι ολόγυρα οι γυναίκες να περιμένουν υπομονετικά, με τα μωρά που κλαίγανε στην αγκαλιά, καθισμένες πάνω στα συμπράγκαλά τους. Για καλό ξενοδοχείο δε γινόταν σκέψη, έτσι άφραγκοι που είχαμε φτάσει, άσε που και σ’ αυτά όπως λέγανε δεν υπήρχε ούτε διάδρομος αδειανός.

(…)

Όσοι είχαν φτάσει πρώτοι, προλάβανε και πιάσανε τα εβραίικα του Κάστρου που ήταν τέσσερα χρόνια αδειανά και ρημάζανε. Γιόμισαν και τα σχολεία, που είχαν χτιστεί με τα κληροδοτήματα των φιλογενών, Ζωσιμάδων και Καπλάνηδων. Έγινε τότε μια επιτροπή κι άρχισε τις επιτάξεις. Και καλά με τους γιαννιώτες που είχαν τη ρετσινιά τους απ’ τον καιρό της Κατοχής, αυτοί άφηναν να τους επιτάξουν κι ένα και δυο δωμάτια χωρίς διαμαρτυρίες, συχνά συμμαζεύονταν πρόθυμα σε μια κάμαρη παραχωρώντας το υπόλοιπο σπίτι –«δε θ’ άφηναν τους ανθρώπους στο δρόμο» έλεγαν φιλάνθρωπα και με δισταγμό, μη και παρεξηγηθεί ο λόγος τους. Η δυσκολία ήταν με τους άλλους που είχαν σηκώσει ψηλά τη μύτη, γιατί και φόβο δεν είχαν κι όλο και κάποιον γνωστό διέθεταν στο Φρουραρχείο ή στη Νομαρχία, για να τους ακυρώσει την επίταξη. (…)»

[Χριστόφορος Μηλιώνης, απόσπασμα από τη νουβέλα «Η αποκριά», στα «Ακροκεραύνια», Κέδρος, 1976]

Πηγή: artinews.gr



Δημήτρης Χριστόπουλος: Σχετικά με τον Συντάκτη




Διαβάστε Περισσότερα »

Πέμπτη 22 Αυγούστου 2019

Υπεύθυνη Δήλωση

Δημήτρης Χριστόπουλος


(άρθρο 8 Ν.1599/1986)

Του άρεσε του Τζίτζικα –έτσι τον φώναζαν από παλιά- να την αράζει τα καλοκαίρια κάτω από το αρχαίο πλατάνι μ’ ένα κλαρίνο στο στόμα. Από το ξημέρωμα μέχρι την ώρα που τα μαγκόπαιδα του χωριού παρατούσαν την μπάλα κι έτρεχαν στο ποτάμι να πλυθούνε. Κι ήταν κάποιες άλλες νύχτες σκοτεινές που ο Τζίτζικας μάτι δεν έκλεινε και παράξενοι ήχοι έβγαιναν απ’ το κλαρίνο του σαν λύκου αρούλισμα.

Τους χειμώνες κατέβαινε στην πόλη. Τι έκανε όλη μέρα, κανείς δεν ήξερε. Κάποιοι συγχωριανοί που πήγαιναν για δουλειές τον έβλεπαν στις δημόσιες υπηρεσίες να καταθέτει υπεύθυνες δηλώσεις. Μια μέρα τον πέτυχα κι εγώ στο αστυνομικό τμήμα να ζητά το γνήσιο της υπογραφής. Ρε γομάρι, του είπε ο Αξιωματικός Υπηρεσίας, έχεις και γονείς; και γελούσε ανάρμοστα. Όταν πήγα να διαμαρτυρηθώ μ’ έβγαλαν σηκωτό στον δρόμο.

Γράμματα καλά καλά δεν ήξερε. Του άρεσε να τον ρωτάνε ονοματεπώνυμο πατέρα, όνομα και γένος μητέρας, τόπος κατοικίας, διεύθυνση και τα λοιπά, κι ένας υπάλληλος να συμπληρώνει τη δήλωση με όμορφα στρογγυλά γράμματα. Κάποιον εξουσιοδοτούσε κάθε φορά να ενεργήσει εκ μέρους του για τα δέοντα. Άλλες φορές τον τράκαραν στις κηδείες και στα μνημόσυνα να παίζει μοιρολόγια πάνω από τα μνήματα και να συνοδεύει με το κλαρίνο τον ψάλτη και τον παπά.

Λεφτά δεν καταδεχόταν να πάρει. Τίποτα κόλλυβα, καφέδες και κονιάκ τον κέρναγαν που γλύκαινε τον πόνο τους. Ώσπου τους έγινε απαραίτητος. Κι όλοι τον έψαχναν. Ακόμα και τα μερμήγκια άφηναν τις τρύπες τους να τον ακούσουν. Κάθε ήχος και προσευχή. Κι όταν ο κόσμος έφευγε, αυτός εκεί, παρέα με τους νεκρούς και τα μερμήγκια να φυσά το κλαρίνο του εκτελώντας παραγγελιές που ’διναν οι πεθαμένοι, να θυμηθούν ή να ξεχάσουν.

Μια μέρα που τον πέτυχα στην πόλη, στα βαθιά γεράματα πια, μου έδωσε ένα φάκελο. Σε μια βδομάδα να τον ανοίξεις, είπε σοβαρά σοβαρά. Κι όχι ζαβολιές! Κάπου τον έβαλα, μου παράπεσε, δεν ξέρω. Θα ’κανα χρόνια να τον ανοίξω, όταν ο Τζίτζικας είχε πια αποδημήσει. Με εξουσιοδοτούσε για όλες τις νόμιμες διαδικασίες μετά θάνατον. Ονοματεπώνυμο πατέρα, όνομα και γένος μητέρας, τόπος κατοικίας, διεύθυνση και τα λοιπά. Όλα κενά.

Πηγή: artinews.gr



Δημήτρης Χριστόπουλος: Σχετικά με τον Συντάκτη




Διαβάστε Περισσότερα »

Κυριακή 17 Μαρτίου 2019

Οι επαναστάτες της Εύφορης Κοιλάδας

Δημήτρης Χριστόπουλος


(Με τον τρόπο του Μάριου Χάκκα)

Πρώτα οι συστάσεις. Η «Εύφορη Κοιλάδα» είναι το πιο διάσημο καφέ της γειτονιάς μας, το σημείο αναφοράς για μια ολόκληρη γενιά. Το άνοιξε το 1978 ο Μπάμπης Π. –ο κολλητός του Κον Μπεντίτ- με κάτι λεφτουδάκια που του άφησε ένας μπάρμπας του άτεκνος και ομοφυλόφιλος. Μεταπολίτευση, και ήταν η χρονιά που προβλήθηκε η ταινία του Νίκου Παναγιωτόπουλου «Οι τεμπέληδες της εύφορης κοιλάδας» και ο Μπάμπης ενθουσιασμένος όπως ήταν και μεθυσμένος από τη σουρεαλιστική ματιά του σκηνοθέτη, αποφάσισε να ονομάσει το μαγαζί του «Εύφορη Κοιλάδα». Ο Μπάμπης δεν ζει πια και το μαγαζί το δουλεύει τώρα η Ελισάβετ, μια στρουμπουλή σαραντάρα όλο νάζι και τσαχπινιά, που διατυμπανίζει σε όλους πως είναι η μονάκριβη κόρη του και νόμιμη κληρονόμος του καφέ και της επωνυμίας. Μετά τη φωτιά που ένα βράδυ το έκανε αποκαΐδια, η Ελισάβετ το ανέστησε από τις στάχτες του. Η αλλόκοτη πελατεία του είναι άνθρωποι (κάθε ηλικίας) των γραμμάτων και της τέχνης, που το προτιμούν από κάτι άλλα μοδάτα καφέ, γιατί τους θυμίζει –λένε- το Καφέ Ντομ του Μονπαρνάς, ενώ μονίμως ακούγονται διακριτικά από τα ηχεία οι μελωδίες του Χατζιδάκι, του Πιοβάνι και ενίοτε, στην καλοκαιρινή ραστώνη, κλασική μουσική. Εδώ μπορείς να συναντήσεις τους πιο ετερόκλητους μποέμ τύπους της Αθήνας, που μένουν ωστόσο πιστοί στις ιδέες της νιότης τους. Ο Άγης και ο Πάνος –οι ήρωες της ιστορίας μας- εξόκειλαν στην «Εύφορη Κοιλάδα» εδώ και είκοσι χρόνια, καλλιεργώντας επίμονα και σταθερά τον μύθο της επικείμενης επανάστασης. Γιατί –πώς αλλιώς;- όλο και κάποιοι πρέπει να συντηρούν το ιδανικό κάθε επανάστασης: το μέτριο, ήσυχο, ειρηνικό παρόν, το ανέφελο μέλλον, που έλεγε κι ο ποιητής.

****

«Είμαι Έλληνας. Τρία χρόνια άνεργος. Πεινάω». Ακίνητος στεκόταν στο αριστερό πεζοδρόμιο ο άντρας με τα πρησμένα πόδια, τα βρόμικα μαλλιά, τα ακατάστατα γένια και το χαρτόνι ανά χείρας. Όχι, δεν έκανε πικετοφορία.

Μόλις τον είδε, σταμάτησε στην άκρη τη μηχανή του, έβγαλε από το τσαντάκι το κινητό του και τράβηξε μια φωτογραφία. Ωραία, είπε, πολύ ωραία! Δεν είχα καμία τέτοια στη συλλογή μου. Ανοίγοντας το γκάζι άκουσε μια φωνή: Ρε φίλε, δώσε και κανένα ευρώ. Τόση ώρα για σένα ποζάρω.

Θεωρούσε τον εαυτό του συλλέκτη εικόνων. Ολίγον συγγραφέας, ολίγον ζωγράφος, ολίγον σκιτσογράφος, ολίγον ηθοποιός και πολιτικοποιημένος τα μάλα ο Αγαθοκλής Πιτούλης, σκέτο Άγης για τους κολλητούς του. Τα βράδια τακτοποιούσε στον υπολογιστή το υλικό του. Έπαιρνε το ποτό του και στρίβοντας τα τσιγάρα του σκαρφιζόταν ιστορίες από τα πάθη αυτών των ανθρώπων. Με τον καιρό απέκτησε φήμη στο πάνθεον της δημοσιογραφίας των πολιτών. Οι μυθοπλασίες και τα σχόλιά του διαβάζονταν από φανατικούς αναγνώστες και εκατοντάδες μηνύματα εκτίμησης και θαυμασμού κατέκλυζαν το mail του. Μέχρι και σελίδα στο facebook ανέβασαν οι θαυμαστές του και κάθε μέρα μετρούσε τα like.

Ένιωθε ειλικρινώς βαθιά συμπόνια για το δράμα «του εν γένει πάσχοντος ανθρώπου», έδινε συχνά διαλέξεις για το νέο ήθος της θνητότητας, ήταν τακτικός θαμώνας στις συγκεντρώσεις αλληλεγγύης, υπέγραφε και κείμενα διαμαρτυρίας, όποτε του ζητούσαν, βγάζοντας το κατάλληλο για την περίσταση τσιτάτο από την πλούσια φαρέτρα του. Έμενε σε ένα άνετο και μοντέρνο διαμέρισμα-ρετιρέ στο κέντρο της πόλης, για να βρίσκεται στην καρδιά των γεγονότων. Του το άφησαν κληρονομιά οι γονείς του, μαζί με κάποια άλλα ακίνητα, που του εξασφάλιζαν κάθε μήνα ένα σταθερό και ικανοποιητικό εισόδημα ώστε να μην έχει την έγνοια του βιοπορισμού. Εργένης εκ πεποιθήσεως, σαράντα περασμένα, γνωστός στους κύκλους των διανοουμένων, είχε το ελεύθερο να μπαίνει και να βγαίνει σε όλους τους χώρους χωρίς να λογαριάζει κανέναν.

Είχε κι έναν φιλαράκι, τον Πάνο –επαναστάτης από κούνια κι αυτός- που αφέθηκε ελεύθερος με περιοριστικούς όρους λόγω καλής διαγωγής και τώρα τελευταία εγκαταστάθηκε στο σπίτι του φίλου του. Φημισμένος ινστρούκτορας ο Πάνος -μίλαγε μόνο με τσιτάτα-, ήταν απ’ τους τύπους που δεν σήκωναν μύγα –κουνούπι καλύτερα- στο σπαθί τους. Μια φορά διαμαρτυρήθηκε έντονα, γιατί η σερβιτόρα τοὺ έφερε γλυκό φραπέ. Η ζάχαρη –έλεγε– είναι για τους γλυκανάλατους ρεφορμιστές· όχι για τους ασυμβίβαστους επαναστάτες!

Με τον κολλητό του συναντιόντουσαν κάθε απόγευμα στο ίδιο πάντα καφέ της πλατείας, για να σχολιάσουν τις πολιτικές εξελίξεις και να μιλήσουν –για τι άλλο;– για την επανάσταση, που και οι δύο εδώ και χρόνια περίμεναν. Τον τελευταίο μάλιστα καιρό οι συνωμοτικές κουβέντες πύκνωσαν, καθώς πίστευαν πως ωρίμαζαν ταχύτατα πλέον οι συνθήκες. Είχαν σχέδιο αυτοί… Ήταν σίγουροι πως άκουγαν ήδη την ατμομηχανή της ιστορίας να ξεκινάει για το μακρινό ταξίδι της. Τσαφτσουφ, τσαφτσουφ… Ωραία ακουγόταν. Λίγο σκουριασμένη βέβαια αλλά γερό μηχάνημα. Σίγουρα, θα άντεχε στις ανηφόρες. Τσαφτσουφ…

Τόσα χρόνια κρίση, άλλωστε, ήγγικεν η ώρα των όπλων. Να ’ναι καλά ο Τσε που ακόμα τους εμψύχωνε: Η επανάσταση δεν είναι ένα φρούτο που θα πέσει όταν είναι ώριμο. Πρέπει να κουνήσουμε το δέντρο για να το κάνουμε να πέσει. Βέβαια, κάποιος πρέπει πρώτα να βρεθεί να το κουνήσει. Αν όμως πέσει σε κανενός το κεφάλι; Ήταν κι αυτό ένα σοβαρό πρόβλημα όσο να ’ναι, μια σημαντική παράμετρος που όφειλαν να υπολογίζουν. Μπορεί και να βρίσκανε κανένα μπελά από τους οικολόγους. Λίγο το ’χεις; Παράξενοι άνθρωποι οι οικολόγοι. Βέβαια, ήταν και οι άλλοι, οι προσκυνημένοι. Τι θα κάνανε με δαύτους; Ο νους τους σάλταρε στον Γέρο του Μοριά: Φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους. Η τρίχα τούς σηκώθηκε και στην ιδέα να-

Μπερδεύτηκαν. Αυτοί το μόνο που ήθελαν ήταν να σώσουν τον κόσμο. Και ήξεραν καλά από ναυαγοσωστική. Πρέπει να σώσεις πάση θυσία πρώτα το τομάρι σου, για να σώσεις και τους άλλους. Ειδάλλως; Όση ώρα ανέλυαν τα νέα δεδομένα, αναθεμάτιζαν τη σκλαβιά της μισθωτής εργασίας και καλοτύχιζαν τον εαυτό τους που αυτοί –οι ιησουίτες του πολέμου- δεν ήταν υποχρεωμένοι να παράγουν υπεραξία για κανέναν εκμεταλλευτή κεφαλαιοκράτη. Το σύνθημά τους «Θέλεις να δουλέψεις; Πραγματικά αυτό είναι μια ιδέα εφιαλτική» από μια ατάκα κινηματογραφική, δεν το άλλαζαν με τίποτα. Όλα καλά! είπαν με μια φωνή. Όλα καλά, επανέλαβαν ανεβαίνοντας άλλη μια οκτάβα τούτη τη φορά.

Έτσι και πριν από μέρες, ένα απόγευμα στην καρδιά του ανέμελου καλοκαιριού, έπιναν τον καφέ τους στην «Εύφορη Κοιλάδα», ακούγοντας τις σονάτες για φλάουτο του Χέντελ. Τα γύρω δέντρα κράταγαν κάποια σκιά, αλλά τα κουνούπια έκαναν κανονικές επιθέσεις καμικάζι στα χέρια και τα πόδια τους. Τους έπιναν κυριολεκτικά το αίμα χωρίς να τα αντιληφθούν και πέταγαν μακριά χορτασμένα. Ζβινζβιν, νόστιμο που είναι το αίμα… Όσες φορές επιχείρησαν να τα συνθλίψουν στις χούφτες τους, αυτά με μαεστρικές κινήσεις ξέφευγαν. Η ώρα προχωρούσε ακάθεκτη κι αυτοί μιλούσαν για την επαναστατική θεωρία πόσο σπουδαία είναι, γιατί χωρίς αυτήν –λένε- δεν μπορεί να υπάρξει επαναστατική δράση. Μια παράξενη ηδονή ένιωθαν μ’ αυτά τα λόγια, λες και η επανάσταση ήταν καμιά γκόμενα που τους έστησε στο ραντεβού, αλλά –πού θα πάει- θα τους κάτσει. Ειδικά ο Άγης φούσκωνε μέσα του από ένα αίσθημα ακτιβιστικής πληρότητας αλλά και αρρωστημένης λαχτάρας για όσα έμελλε να συμβούν.

Δεν το πήρανε χαμπάρι πως στο τραπέζι του διπλανού μαγαζιού κάθισαν απρόσκλητες δυο γριές ζουρλοπαντιέρες. Αντάλλασσαν τα νέα της γειτονιάς, ποιος αρρώστησε, ποιος αποδήμησε. Λέγανε και για τα αρθριτικά τους, για τα παιδιά τους, τα σόγια τους. Κάποια στιγμή ανέφεραν και μια περίεργη ιστορία για τον Μπάμπη Π., όταν έκρυβε για μήνες στο υπόγειο του μαγαζιού έναν φυγάδα και άλλα τέτοια. Ξέφτια από κουβέντες που κανείς τρίτος δεν δίνει σημασία. Αραιά και πού ο Άγης έστηνε από συνήθειο αυτί και κρυφάκουγε χωρίς να το θέλει, σκόρπιες φράσεις χωρίς ειρμό, τσουκνογελώντας αυτάρεσκα.

Η μία, η μεγαλύτερη, έλεγε -με τα φρύδια σμιχτά- ιστορίες απ’ τα παλιά, σα να φοβόταν μην ξεχάσει καμιά λεπτομέρεια, για ένα μεγάλο φονικό που δεν χωράει ανθρώπου νους, τον μήνα των κερασιών, για ένα φονικό που κανείς μέχρι τώρα δεν το εξιχνίασε, κι αυτό κάθε τρεις και λίγο επαναλαμβάνεται, με άλλους κάθε φορά πρωταγωνιστές. Στον πόλεμο, λέει, που ήτανε μικρό παιδάκι και τα χωράφια μείνανε αθέριστα και η νύχτα έγινε μέρα και τα κεράσια κόκκινες σφαίρες που πλημμύρισαν τον τόπο, εκείνο το καλοκαίρι του ’44, και τα έντερα και το στομάχι της ήτανε λεπτά σαν τσιγαρόχαρτα από την αφαγία. Τέτοια παλαβά και άκρη δεν έβγαζε ο Άγης ούτε ο φίλος του. Μόνο δυο λέξεις επαναλάμβανε εμμονικά η γριά «φονικό, φονικό…»

Ο γιος της άλλης δεν δούλευε, τον πήρε από κάτω και τον τάιζε η μάνα του. Αυτόν και τα παιδιά του. «Δεν ξέρω από πότε έχει να δουλέψει. Το επίδομα κόπηκε, ούτε θυμάμαι από πότε. Η νύφη μου έφυγε για την Αυστραλία σε κάτι συγγενείς της, έτσι μας είπε, μας άφησε αμανάτι και τα παιδιά, τι χρωστάνε βέβαια κι αυτά να τα σέρνει μαζί της εκεί στα καγκουρό, πάνε σχολείο, έχουν φίλους, καλά παιδιά αλλά χωρίς μάνα και μ’ έναν πατέρα που όλο πίνει -πώς να μεγαλώσουν κι αυτά σωστά. Πολύ φοβάμαι πως κάποια μέρα θα ’χουμε κακά ξεμπερδέματα… Η μάνα τους στέλνει κάποια χρήματα από κει κάτω, αραιά και πού, αλλά τα τσεπώνει ο ανεπρόκοπος ο γιος μου. Τίποτα δεν έχει πάρει από μένα. Ίδιος και απαράλλαχτος ο πατέρας του, ο συχωρεμένος. Σαν τον κισσό κατάντησε πια. Έχει τυλιχτεί ολόγυρά μου και με ξεζουμίζει κανονικά. Ο κισσός μεγαλώνει, θεριεύει –του κάνω– αλλά η καρυδιά που πνίγεται κάτω απ’ τη φυλλωσιά του γρήγορα θα ξεραθεί. Και μετά να δούμε τι θα κάνεις, αχαΐρευτε! Η κυρά Φρόσω να ’ναι καλά· και τον συχωρεμένο γεροκόμησα, και τον γιο του και τα εγγόνια του ταΐζω. Τα ίδια κι αυτός. Πόσο θ’ αντέξω;»

»Προχτές απολύσανε τον Μιχάλη, τον κολλητό του ντε απ’ το σχολείο, τον μοναχογιό της Όλγας, την ξέρεις, κι αυτός γέλαγε και σπαρταρούσε απ’ τα χαχανητά. Κι ο Μιχάλης τον κοίταζε αμίλητος, με κατεβασμένα τα μούτρα. “Καλά να πάθεις, ρε μαλάκα, welcome to the club! Τώρα να δεις τι θα πει να μην μπορείς να κυκλοφορήσεις όξω. Με τι ασχολείστε, θα σε ρωτάνε; Καναπεδάτος θα λες. Μόνιμος υπάλληλος αορίστου χρόνου στον ΚΑ.ΝΑ.ΠΕ. Καθεδρικός Ναός Περιθωριακών. Και γαμώ τις επιχειρήσεις μάγκα μου. ΚΑ.ΝΑ.ΠΕ. Όλοι εκεί σε λίγο θα βρίσκονται. Αίτηση θα κάνουν για να τους πάρουνε πουλώντας ένα desperado υφάκι. Ξέρεις εσύ τώρα! ΚΑ.ΝΑ.ΠΕ. Σε λίγο καιρό, τη βλέπω τη δουλειά, ΚΑ.ΝΑ.ΠΕ., thenextbigthing του κόσμου. Για επανάλαβε! ΚΑ.ΝΑ.ΠΕ. Μπράβο, παλικάρι μου. Άλλη μια: ΚΑ.ΝΑ.ΠΕ. Έτσι μπράβο! Το ’μαθες τώρα το μάθημα σου. Να σου πω και το καλύτερο που άκουσα στην τηλεόραση; Κάπου, λέει, στην Αμερική η Αστυνομία συνέλαβε έναν συνάδελφό μας επειδή μια μέρα έβγαλε τον καναπέ του στον δρόμο κι άρχισε να κάνει έρωτα με τον καναπέ του, πάνω στον καναπέ του. Παντού οι μπάτσοι γουρούνια είναι, δικέ μου! Τι τα θες; Πρόσεχε λοιπόν από δω κι εμπρός, μην την πάθεις κι εσύ σαν το φιλαράκι μας. Άντε, παλιοκαναπέ”.

»Αυτά είχε να πει στο παλικάρι. Άπλωνα την μπουγάδα στο μπαλκόνι και τ’ άκουσα όλα μετο νι και με το σίγμα. Μην του δίνεις σημασία, Μιχάλη μου, είπα. Όλη μέρα σαν νεροφίδα πίνει. Δεν βλέπεις; Παρηγοριά στον άρρωστο. Αλλά τι να πω. Δεν φαντάζεσαι πόσο τον ντράπηκα τον άνθρωπο. Αρχιτέκτονας ο Μιχάλης, τον τελειώσανε έτσι ξαφνικά μια μέρα ύστερα από είκοσι πέντε χρόνια χωρίς καμιά προειδοποίηση.

Και συνέχισε να λέει τον πόνο της στην αμίλητη φιλενάδα της που κουνούσε ρυθμικά το κεφάλι με μάτια κλειστά, χέρια σταυρωμένα στο στήθος και όλο παραμιλούσε, παραμιλούσε με στόμα σφραγισμένο, σαν εγγαστρίμυθη, «το φονικό, το φονικό, το έγκλημα, το έγκλημα».

Κάπου αλλού θα ταξίδευε αυτή. Σαλεμένος νους. Ακούς εκεί, τα κεράσια που έγιναν, λέει, κόκκινες σφαίρες… Ε ρε, σφαίρες που της χρειάζονταν! Πυροβολημένη η γριά. Πυροβολημένη, σου λέω. Σίγουρα.

Ο ήλιος εν τω μεταξύ χάθηκε και μια γλυκιά δροσιά απλώθηκε στην πλατεία. Σιγά σιγά έβλεπες τον κόσμο να ξετρυπώνει από τα ανήλιαγα διαμερίσματά του, όπως τα μερμήγκια που βγαίνουν απ’ τις φωλιές τους.

Ο Άγης ήπιε μια γουλιά καφέ και αναστέναξε βαθιά. Ο Πάνος συμφώνησε μαζί του. Ο πρώτος μακάριζε τον εαυτό του που δεν είχε τέτοια προβλήματα. Ούτε γυναίκες ούτε παιδιά. Μπακούρι τιμημένο θα ’μενε. Καλή ιστορία, σκέφτηκε. Θα δοκίμαζε το βράδυ να γράψει κάτι σχετικό στο ιστολόγιό του. Αχ! κι αυτά τα κουνούπια! Μεγάλος μπελάς. Ο επίμονος μεταλλικός ήχος τους σφυροκοπούσε στο κεφάλι του. Κι άλλη επιδρομή. Αυτή τη φορά ορμήσανε ακάθεκτα στον σβέρκο του. Άι σιχτίρ, αναθεματισμένα, έκανε κι έριξε μια σφαλιάρα στην πλάτη του. Κανένα δεν σκότωσε.

Ο Πάνος έξυσε τον λαιμό του. Ένα κόκκινο σημάδι ήταν η ανάμνηση της επέλασης των φτερωτών επισκεπτών. Είχε χαλαρή διάθεση εκείνο το βράδυ. Εξήγησε στον φίλο του πως καιρό τώρα παρατηρεί τα κουνούπια. Είναι πολύ σοφά, σύντροφε, τα κουνούπια. Χτυπάνε ακαριαία, ρουφάνε το αίμα και το σκάνε, χωρίς να τα πιάνει κανείς. Αόρατοι μαχητές. Σκέψου, ο εχθρός είμαστε εμείς. Και τα κουνούπια οι μαχητές του αέρα που εφορμούν από ψηλά και χτυπούν μπαμ και κάτω το σύστημα. Τα έλεγε σοβαρά ο Πάνος και τα πίστευε ειλικρινά. Ανακάτεψε τον φραπέ του και ήπιε μια γερή ρουφηξιά. Έβγαλε το καλαμάκι και άρχισε να ρουφά τις τρίχες απ’ το χέρι του. Ήθελε, είπε, να δει πώς είναι να είσαι κουνούπι. Καλύτερα κουνούπι, λοιπόν! έκανε στον φίλο του.

Η ώρα πέρασε χωρίς να το καταλάβουν. Η ατμόσφαιρα έμοιαζε ηλεκτρισμένη, αν και κατακαλόκαιρο. Τα αυτιά τους πλημμύριζαν οι μελωδίες από την Αθανασία του Χατζιδάκι. Οι δύο φίλοι κοίταζαν τον βαθυκύανο ουρανό και ονειρεύονταν πως είναι κουνούπια και κάνουν πτήσεις στους μαύρους αιθέρες. Εκείνη τη στιγμή δυο καιροί πλακώθηκαν εκεί πάνω κι ένα καλοκαιρινό ψιλόβροχο άρχισε απρόσμενα να πέφτει στρέιτ θρου,και αυτοί καλωσόρισαν τον ουρανό που κόπιασε στη γη. Καλό σημάδι, σκέφτηκαν. Στ’ αλήθεια, πολύ καλό! Ο κόσμος εγκατάλειψε το πεζοδρόμιο και στριμώχτηκε άρον άρον στο εσωτερικό της «Εύφορης Κοιλάδας», ενώ αυτοί απόμειναν εξόριστοι κάτω από την τέντα. Οι ηλικιωμένες είχαν ήδη φύγει. Στα δάχτυλά τους έθρυβαν δυο κλωναράκια βασιλικό που τους άφησε η κυρία Φρόσω. Φαίνεστε καλά παιδιά, τους είπε, αλλά μια βροχούλα τι να μας κάνει βρε παιδιά; Δεν φτουράει να ξεπλύνει τις λάσπες κανενός. Ένας σεισμός μονάχα θα μας σώσει. Ένας σεισμός, επανέλαβε, με επιμονή τούτη τη φορά, η άλλη γριά. Ένας σεισμός ή έστω ένας τυφώνας να τα σαρώσει όλα, την αλαζονεία των μεγάλων και τις αυταπάτες των μικρών! είπε και κοίταξε κατά πάνω, κάνοντας τον σταυρό της με τα ροζιασμένα της δάχτυλα.

Κουνήθηκαν απ’ τη θέση τους. Ώρα είναι να-

Τα βουρκωμένα σύννεφα ξεθράσεψαν κι άλλο, κι αυτοί δεν ήθελαν με τίποτα να βρεθούν στην καρδιά μιας αστραπής. Γιατί το ήξεραν, το μπουρίνι χτυπά απρόσμενα στην καρδιά του καλοκαιριού, όταν δεν το περιμένεις. Ένιωσαν αποκαμωμένοι. Χασμουρήθηκαν και τεντώθηκαν. Κοιτάχτηκαν στα μάτια και συνεννοήθηκαν. Όλα καλά; ρώτησε τυπικά ο Πάνος. Όλα καλά θα πάνε, απάντησε βαριεστημένα ο Άγης με μάτια φωτιές από την κόπωση. Μες στις ριπές της βροχής, άφησαν βιαστικά τον τριμμένο βασιλικό στο τραπεζάκι της «Εύφορης Κοιλάδας» και την έκαναν στα γρήγορα να μην βραχούν. Μίλησαν πολύ σήμερα για επανάσταση. Αύριο πάλι, έχει ο Θεός…

… Μα για το φονικό δεν είπανε κουβέντα, τραγουδούσε εκείνη την ώρα ο Μητσιάς τους στίχους του Γκάτσου.

Πηγή: artinews.gr



Δημήτρης Χριστόπουλος: Σχετικά με τον Συντάκτη




Διαβάστε Περισσότερα »

Δευτέρα 17 Δεκεμβρίου 2018

Αλκιβιάδου και Αγορακρίτου γωνία

Δημήτρης Χριστόπουλος



Έχει το χρώμα των Πακιστανών η μοναξιά

και μετριέται πιάτο-πιάτο

μαζί με τα κομμάτια τους

στον πάτο του φωταγωγού.

[Κατερίνα Γώγου, Μοναξιά]

Στο ίδιο παγκάκι καθόταν από τότε που θυμάται τον εαυτό του. Στην αρχή μαζί με τη μητέρα του, έπειτα μόνος. Κανείς άλλος δεν πλησίαζε. Ένας άτυπος κώδικας που τον γνώριζαν σιωπηρά όλοι οι θαμώνες της πλατείας. Το παγκάκι τού ανήκε δικαιωματικά.

Ένα ξύλινο παγκάκι σε βαθύ σκουροπράσινο χρώμα. Το φρόντιζε προσωπικά λες κι ήταν το κρεβάτι του. Το σκούπιζε καθημερινά μ’ ένα βρεγμένο πανί, μετά το πέρναγε ένα χέρι με στεγνό, μη μείνει υγρασία και φουσκώσει το ξύλο. Ύστερα τοποθετούσε ένα τετράγωνο ύφασμα κι από πάνω ένα μαξιλάρι. Το περιεργαζόταν από κάθε πλευρά, λες και θα καβαλούσε μηχανή, κι έκανε μια γρήγορη γύρα. Σβινννννν!

Τον χειμώνα μάλιστα το έβαφε με βερνίκι για να προστατευτεί το ξύλο. Η τελετουργία επαναλαμβανόταν όλες τις μέρες, ακόμα και τις ακατάλληλες. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις προμηθευόταν τα αναγκαία: ομπρέλα, αδιάβροχο και κουβέρτα τον χειμώνα· παγωμένο νερό και καπέλο το καλοκαίρι.

Με τον καιρό έγινε το ιερό σύμβολο της πλατείας. Με το σπαθί του απέκτησε αυτό το δικαίωμα. Η μεγαλύτερη, μάλιστα, «επιβράβευση» ήρθε αργότερα όταν κάποιοι γείτονες μετονόμασαν την πλατεία προς «τιμήν» του. Πλατεία Αναπήρων! Όταν άκουγε τη λέξη, έσειε το κεφάλι και κουνούσε ακανόνιστα τα χέρια, τις στιγμές που το μυαλό του κράσαρε.

Αγόραζε πασατέμπο, ποπκόρν, κουλούρια, παγωτά. Τα ’τρωγε μόνος του, όταν δεν του έπεφταν από τα χέρια. Ακόμα και τα περιστέρια φοβόντουσαν και πέταγαν μακριά, αφήνοντας ενθύμιο τα φτερά τους. Τα παιδιά σκαρφάλωναν στις τσουλήθρες, τραμπαλίζονταν, έτρεχαν, έπαιζαν κρυφτό. Πάντα σε απόσταση ασφαλείας απ’ το παγκάκι. Απέφευγαν το ναρκοπέδιο και δεν πατούσαν στην απαγορευμένη περιοχή.

Μια μέρα, απ’ την πίσω πλευρά της εκκλησίας, μέσα απ’ τους θάμνους πρόβαλαν δειλά δυο σκιές με μάτια μαυρισμένα, που έσερναν ένα καρότσι με λογής λογής άχρηστα πράγματα. Δεκάδες μάτια τούς κάρφωσαν, έτοιμα να τους κατασπαράξουν.

Αίφνης, είδε τον εαυτό του -πέντε χρονών θα ’τανε- όταν η μητέρα του τον έφερε για πρώτη φορά στην πλατεία κι αυτός ντρεπόταν τ’ άλλα παιδιά. Τον φόβιζαν -μαμά, πάμε να φύγουμε!- πουθενά χώρος για να καθίσουν. Ένας ηλικιωμένος τούς κάλεσε τότε σ’ ένα σκουροπράσινο παγκάκι και τους πρόσφερε ποπκόρν.

Δεν το πολυσκέφτηκε. Τους έγνεψε να σιμώσουν. Τα κουλούρια μόλις βγήκαν απ’ τον φούρνο και μοσχομύριζαν, το ποπκόρν άχνιζε μέσα στο σακουλάκι. Τα νερά ήταν παγωμένα. Το τετράτροχο καρότσι του θα είχε πλέον συντροφιά. Εκεί, Αλκιβιάδου και Αγορακρίτου γωνία.

Πηγή: artinews.gr



Δημήτρης Χριστόπουλος: Σχετικά με τον Συντάκτη




Διαβάστε Περισσότερα »

Τρίτη 4 Δεκεμβρίου 2018

Ο κόσμος είναι κίτρινος

Δημήτρης Χριστόπουλος


Κάποτε ρώτησαν έναν εκ γενετής τυφλό, Ποιο είναι το χρώμα της εποχής μας; Κι αυτός χωρίς δισταγμό απάντησε, Το κίτρινο.

Εκείνο το κίτρινο που παίρνει η φωνή όταν φοβάται, όταν το σώμα πέφτει στο κενό, λίγο πριν από τον αμετάκλητο αποχρωματισμό του. Κίτρινο, όταν σφίγγεται ο βρόχος στον λαιμό. Κίτρινο, όταν βγαίνει η ψυχή. Το κίτρινο στους θαλάμους των νοσοκομείων, το κίτρινο στα νεκροτομεία που σωριάζονται οι πνιγμένοι του φαστ τρακ οδοστρωτήρα, το κίτρινο αστέρι των Εβραίων που Εβραίοι της Τελικής Λύσης γίναμε όλοι μας. Το χρώμα του θανάτου.

Δεν ξέρω τι είναι τελικά τα «Κίτρινα γιλέκα» και πού κατασκευάζονται –θαρρώ από κάποια φθηνά χέρια κάπου στην Άπω Ανατολή. "O κόσμος είναι κίτρινος" έγραψε ο GuyTaillefer του περιοδικού de Montréal.

Απόψε θα κοιμηθώ και θα ονειρευτώ πως φόρεσα κι εγώ ένα κίτρινο γιλέκο και βγήκα στον δρόμο. Πως είμαι ο ίδιος ένα φωσφορίζον κίτρινο γιλέκο και χώνομαι στην πάροδο της Μοναξιάς που σε λίγο θα γίνει μια πλατιά λεωφόρος γεμάτη από κίτρινα γιλέκα. Ένα ανθρωπομάνι με έξαψη στα πρόσωπα και με μιαν αλλόκοτη ορμή, που αφήνουν πίσω τους κρυφούς φόβους, τα ερείπια ενός κόσμου που βουλιάζει, τα αποκαΐδια μιας Ευρώπης που ψυχορραγεί.

Τελικά, παράξενο πλάσμα ο άνθρωπος· λυγίζει, πέφτει, ξανασηκώνεται, και σαν πρωινό τσιγάρο καίγεται κι ανάβει.

Πηγή: artinews.gr



Δημήτρης Χριστόπουλος: Σχετικά με τον Συντάκτη




Διαβάστε Περισσότερα »

Δευτέρα 19 Νοεμβρίου 2018

Τρύπια βάρκα

Δημήτρης Χριστόπουλος


Για το ψαράκι και πάλι. Άραγε επέζησε; Κι αν ναι, πόσο; Που κάποια στιγμή άψυχο κύλησε σε μια λεκάνη κι έπειτα κατέληξε στα πια βρώμικα νερά του Σαρωνικού. Που ο Μάριος Χάκκας το έβαλε στο βάθρο του λογοτεχνικού συμβόλου κι έπειτα και άλλοι πολλοί μίλησαν γι’ αυτό. Ξανά και ξανά.

Που ο Ταξιάρχης –Τρομάρας για τους φίλους του- αποφάσισε, Νοέμβρη μήνα με νοτιά αγριεμένο, να ρίξει δόλωμα μήπως ξεγελάσει τίποτα ψαράκια κασκαντέρ στα βράχια της Πειραϊκής. Και για μια στιγμή δίχως να το καταλάβει βρίσκεται ένα βήμα από την άκρη της θάλασσας που βρυχάται μανιασμένη. Τώρα που νιώθει τα κύματα να ραπίζουν το πρόσωπο, τα χέρια, τα πόδια του και εύχεται να ήτανε σουπιά που απλώνει το μελάνι της ή εκείνο το ψάρι με τα μεγάλα βελόνια που κανείς δεν πλησιάζει.

Στέκομαι παράμερα και τον παρατηρώ. Βάζει το χέρι στην τσέπη και πιάνει το τελευταίο του κέρμα γι’ αυτό το μήνα. Όπως κι ίδιος, ένα κέρμα στο χέρι του Θεού.

Τριάντα χρόνια χαμάλης, και τώρα στα εξήντα πέντε του δεν μπορεί να κουβαλήσει καλά καλά ούτε το σώμα του που κάθε μέρα βαραίνει όλο και πιο πολύ. Τρύπια βάρκα που μπάζει νερά. Τρύπια βάρκα, και τα ποντίκια λάκισαν. Καλύτερα λοιπόν, σκέφτεται, ψάρι ή τροφή για τα πλάσματα της θάλασσας. Μπλουμ! Τίποτα, θαρρείς και λέει σ’ ένα γλάρο που κρώζει πάνω απ’ το κεφάλι του. Τρομάρα μου -τρύπια βάρκα. Όπως και τότε που φοιτητή στο Χημικό τον σάπιζαν στο ξύλο για βδομάδες γιατί, λέει, μοίραζε μαζί με άλλους προκηρύξεις κάτω στο λιμάνι την ώρα που φεύγανε τα πλοία. Και πιο μετά, το καλοκαίρι του ’74 στην Κύπρο. Που από παντού σκάγανε βλήματα. Τα ρούχα κολλημένα στο σώμα. Γονάτισε. Φίλια πυρά, είπαν στο νοσοκομείο. Η σφαίρα μπήκε από τη μια μπάντα της κεφαλής και βγήκε από την άλλη. Τίποτα δεν πείραξε. Εξ ου και το παρανόμι. Μόνο τη μιλιά του έχασε.

Από Τρομάρας τρομαγμένος, μονολογεί και ζαρώνει, λες και έχει μαντέψει αυτό που οι άλλοι δεν βλέπουν, την ντροπή που ροκανίζει αργά και σταθερά τα τσακισμένα μυαλά, τα άνεργα χέρια, τους χιλιάδες σαν αυτόν που έχουν ήδη περάσει τη διαχωριστική γραμμή, ένας κόσμος που ολοένα συρρικνώνεται και σε λίγο θα χωρά ολάκερος σε μια βάρκα, μια τρύπια βάρκα που κάποια στιγμή θα την αφήσουν ακυβέρνητη στο πέλαγος. Σαν την πατρίδα του κι αυτή που σε ξένα χέρια ξεμακραίνει και ξεμακραίνει.

Και από τότε κάθε Νοέμβρη, το έχει συνήθειο, ένα μεγάλο κύκλο να διαγράφει από Κορυδαλλό ίσαμε την Πειραϊκή, μέχρι να καταλήξει στον Σταυρό και ψαράκια κασκαντέρ να πιάσει.

Το κέρμα αναπηδά και προσγειώνεται στην ανάστροφη της παλάμης του. Κλείνει κι ανοίγει δυο φορές τα μάτια του που τα ραντίζει του πελάγου η αλισάχνη. Η καρδιά του χτυπά δυνατά. Κουρδίζεται με τις ριπές του ανέμου. Διστάζει.

Νυχτώνει γρήγορα. Αποφασίζω να τον αφήσω στην ησυχία του. Black Friday σήμερα κι ο κόσμος σαν τα ποντίκια λακίζει.

Μια σκέψη μού τρυπά από ώρα το μυαλό. Για το ψαράκι και πάλι. Άραγε επέζησε; Κι αν ναι, πόσο; Που κάποια στιγμή άψυχο κύλησε σε κάποια λεκάνη κι έπειτα κατέληξε στα πια βρώμικα νερά του Σαρωνικού. Που ο Μάριος Χάκκας το έβαλε στο βάθρο του λογοτεχνικού συμβόλου κι έπειτα και άλλοι πολλοί μίλησαν γι’ αυτό. Ξανά και ξανά. Black Friday -για λίγο ακόμα.

Για τις τρύπιες βάρκες μιλώ.

Πηγή: artinews.gr



Δημήτρης Χριστόπουλος: Σχετικά με τον Συντάκτη




Διαβάστε Περισσότερα »

Σάββατο 21 Ιουλίου 2018

Το στρώμα

Δημήτρης Χριστόπουλος


Πάρτε ό,τι θέλετε. Να, ανοίξτε εδώ –τους είπε– σ’ αυτό το συρτάρι έχω κάτι ψιλά.

Σκάσε, γέρο. Άχνα μην βγάλεις, τον απείλησε με τη γροθιά υψωμένη ο ψηλός, με πρόσωπο που έφερνε σε γαριασμένο καθρέφτη.

Ο άλλος, ο κοντός -με τη γρυπή, οστεώδη μύτη- με επιδέξιες κινήσεις και σβέλτα πόδια, έκανε άνω κάτω όλο το σπίτι.

Κατακαλόκαιρο και όλοι λείπανε. Μόνο τα τζιτζίκια τραγουδούσαν φορτικά ολημερίς. Ο γέρος κοιμόταν. Χαμπάρι δεν πήρε τους επισκέπτες.

Τα άλλα πού τα ’χεις κρυμμένα; Λέγε γρήγορα! επέμενε ο ψηλός όση ώρα τον έδενε πισθάγκωνα πάνω στην καρέκλα.

Τα βιβλία του γιου μου και τα μαχαιροπίρουνα. Αυτά είναι όλο μου το βιος.

Όχι αστεία μαζί μας, ακούς; είπε με ύφος που δεν σήκωνε αντιρρήσεις ο ψηλός.

Αυτά εδώ πού είναι; ούρλιαζε ο κοντός, με χέρια που τρέμανε από ανυπομονησία, και σάλια που εκτοξεύονταν από το στόμα.

Κάτι παλιές φωτογραφίες, δικαιολογήθηκε ο γέρος. Ο γιος μου και η συχωρεμένη η γυναίκα μου.

Μια βλαστήμια ακούστηκε και τζάμια που θρυμματίζονταν στο μωσαϊκό της κουζίνας.

Του έτριψε τις φωτογραφίες στο πρόσωπο. Οι σταυροί που φοράνε πιάνουν καλά λεφτά. Κάπου θα τα ’χεις κρυμμένα. Φέρ’ τα! τον διέταξε ο ψηλός και του ’σφιξε κι άλλο τα χέρια.

Πονάω! παραπονέθηκε ο ηλικιωμένος, πονάω πολύ, κι ένα ποταμάκι κυλούσε αθόρυβα κάτω από την καρέκλα.

Μίλα, ειδάλλως θα σου ξεριζώσω το χρυσό σου το δόντι.

Στο στρώμα θα είναι, φώναξε ο ψηλός, και χάρηκε με την ανακάλυψή του. Θα κάνουμε γερή κονόμα σήμερα, κι έτριψε τα χέρια του γεμάτος ικανοποίηση.

Ο γέρος χαμήλωσε το κεφάλι, έκλεισε τα μάτια, ανάσα δεν έπαιρνε.

Ο κοντός πέταξε τα σεντόνια, έπιασε τη φαλτσέτα και βάλθηκε να ξεκοιλιάσει το λερό στρώμα. Έβαλε όλη του τη δύναμη, ξανά και ξανά. Μούγκριζε, ίδρωνε, βλαστήμαγε θεούς και δαίμονες.

Όλα καλά; ρώτησε ο ψηλός που φύλαγε τον γέρο στην κουζίνα.

Εδώ μέσα είναι, άκου πώς κουδουνίζουν! Θα ’χει και λίρες, τις μυρίζω εγώ!

Ο γέρος ακίνητος. Τσιμουδιά. Είχε μια αλλόκοτη θλίψη τώρα το πρόσωπό του, λες και το μαχαίρι μπηγόταν στο δικό του το κορμί. Σήκωσε τα μάτια.

Μην παιδεύεστε. Λύστε με, και αν πεινάτε, κάντε μου παρέα. Μόνο αφήστε ήσυχη τη Μαρία. Μην την ταλαιπωρείτε άλλο. Με χρειάζεται.

Πού τα πουλάς αυτά, ακούστηκε αυστηρή η φωνή του ψηλού που άρχισε να χάνει την υπομονή του. Ποια γυναίκα σου ρε;

Στην πόρτα φάνηκε ο κοντός, καταπονημένος, με χέρια κατακόκκινα. Το μαχαίρωσα, είπε θριαμβευτικά, αλλά αυτό δεν ανοίγει. Βαρύ σαν πέτρα. Σίδερο θα ’χει από μέσα. Σίγουρα.

Χρηματοκιβώτιο θα ’χει κρύψει ο γέρος, συμπλήρωσε ο ψηλός, που στο μεταξύ είχε έρθει κι αυτός στην κρεβατοκάμαρα. Πάω στοίχημα πως μέσα βρίσκεται ολόκληρος θησαυρός. Και φούσκωνε το στήθος του.

Με δυσκολία το σηκώσανε στα χέρια τους. Και τότε ακούστηκε κάτι σαν λυγμός γυναίκας που γεννά. Το αφήσανε πάνω στο κρεβάτι. Σε λίγο, μια κραυγή λύτρωσης και ηδονής. Αμίλητος κοίταζε ο ένας τον άλλον σαν να μην πίστευαν στ’ αυτιά τους. Συνεννοήθηκαν με τα μάτια. Αποφάσισαν να προχωρήσουν.

Ο γέρος, είπε ο ψηλός, είναι που σκούζει σαν γατί γιατί του κλέβουνε τα μικρά. Γύρισε στην κουζίνα και του ’χωσε μια πετσέτα στο στόμα που έσταζε αίμα.

Σε λίγο δυο άντρες κουβάλαγαν καταμεσής του έρημου δρόμου ένα βαρύ –από τον χρόνο των σωμάτων- στρώμα. Απόκαμαν και το παράτησαν καταγής.

Πηγή: artinews.gr



Δημήτρης Χριστόπουλος: Σχετικά με τον Συντάκτη




Διαβάστε Περισσότερα »

Τετάρτη 30 Μαΐου 2018

Η τελευταία απελπισία

Δημήτρης Χριστόπουλος


Χρόνια παλεύοντας με τη μοναξιά του ο Κυρ Θεόφιλος. Στο αφάλι του μεσημεριού θα τον εύρεις μαρμαρωμένο σ’ ένα στενό μπαλκόνι ισογείου στη Δραπετσώνα. Σ’ ένα βαρέλι κρασί τις μέρες του να πνίγει, και το κορμί του όλο μια θύμηση να θαλασσοδέρνεται στ’ ανοιχτά του Μαρμαρά. Λέξεις σπασμένες μασουλά με τη μασέλα του. Για τη ζωή του που κατάντησε μια αβάσταχτη εκκρεμότητα στα γκρεμισμένα τείχη. Και οι ανυποψίαστοι γείτονες τι θλιβερά που ομιλούν πλησίον του.

Τον χρόνο μετρά, ανοίγει τα κατάστιχα και στοχάζεται: Παλαιολόγους, Νικηταράδες, Βελουχιώτηδες, Καραολήδες, Μπελογιάννηδες, Λαμπράκηδες... Το αίμα μελετά. Πάνω στα δώθε ή εκείθε του Αιγαίου χώματα. Βαρύς ο καημός στους ώμους του, δίχως αποχρώντα οχυρώματα, να τον βαστάξει. Βράχος αυτός -τα κύματα δαμάζει.

Κι έτσι καθώς τον βλέπω στου χρόνου τα χάσματα τράκα να κάνει ένα τσιγάρο απ’ τους περαστικούς, μου φαίνεται ο τελευταίος των Γραικών. Που αντικρίζοντας στου Βοσπόρου τα νερά, τον εξάδελφο βασιλέα, τη ζωή του σε κίνδυνο να βάζει, σώμα με σώμα πολεμώντας, έκραξε μετά κλαυθμού μεγαλοφώνως: καλύτερα να πεθάνω παρά να ζήσω. Ως απλός ανώνυμος στρατιώτης ο εξάδελφος. Κείμενος μεταξύ μυρίων άλλων νεκρών.

Και ο Κυρ Θεόφιλος, ξέμπαρκος πια τον 21ο αιώνα, ντυμένος τα πετσιά του, διά της μνήμης τελεί εισέτι Γραικός. Ένας μικροαστός συνταξιούχος που μας κοιτάζει απορημένος από κάποιο μπαλκόνι ενός ισογείου στη Δραπετσώνα. «Καλύτερα να πεθάνω παρά να ζήσω».

Ξημερώνει Ιούνιος θεριστής.


Πηγή: artinews.gr



Δημήτρης Χριστόπουλος: Σχετικά με τον Συντάκτη




Διαβάστε Περισσότερα »

Σάββατο 26 Μαΐου 2018

Οι μετρίως ζώντες μετρίως πεθαίνουν

Δημήτρης Χριστόπουλος


Και για να σοβαρευτούμε.

Κανείς δεν ξέρει τι υπάρχει πίσω απ’ τα σύννεφα. Κανείς, μα κανείς. Χρόνια ολόκληρα έχτιζαν στρέμματα το μέλλον κάτω απ’ τη μύτη μας, ώσπου έφτασε ο καιρός να το μηδενίσουν. Και ποιος άραγε άκουσε κρότο κτιστών και ποιος είδε κουρνιαχτό; Ποιος Προμηθέας μήνυσε; Τελέστηκε το έγκλημα, καθάρισαν, κλείδωσαν, πήραν τα κλειδιά μαζί τους και λάκισαν. Όλος ο τόπος μονομιάς άδειασε από ψυχή -σπαταλημένος από τα κρίματά του- να κρύβει με ψιμύθια τις ρυτίδες του, να λιμάζει για λίγα ψίχουλα ελεημοσύνης, καρφωμένος πάνω στου χρόνου τον σταυρό.

Ο τόπος τούτος σαν κι εμένα γέρασε, που σέρνω τώρα το ζαρωμένο μου σαρκίο στους τέσσερις τοίχους, καρφωμένη πάνω σε τούτο δω το κρεβάτι, δίχως να μπορώ ούτε στον γείτονά μου να δώσω ένα χεράκι όταν με χρειάζεται. Και τι απομένει στ’ αλήθεια άμα χάσεις την ψυχή σου; Αναρωτήθηκες ποτέ; Μια άδεια πανοπλία που περπατάει μοναχή της, ένα σώμα νεκρό στα αζήτητα του νεκροτομείου, για να ασελγήσουν πάνω του, και μετά ίσως ταριχευμένο να το βάλουν και στο μαυσωλείο, πολύτιμο ενθύμιο για τους αρχαιολόγους του μέλλοντος ή τους συλλέκτες των άστεγων ματαιώσεων. Αυτό μένει, κι ένα ποτάμι από ψεύτικα δάκρυα σε διατεταγμένη υπηρεσία πένθους.

Τίποτα δεν θυμόμαστε αλλά και τίποτα δεν έχουμε ξεχάσει ούτε μπορούμε να τα ξεριζώσουμε. Κάνουμε μονάχα πως ξεχνάμε, γιατί η θύμηση πονάει, φρονιμίτης είναι που σφυροκοπά όλη την ώρα τα μηνίγγια μας, και παυσίπονο δεν υπάρχει, όσο κι αν ψάξεις, πουθενά δεν θα βρεις, μόνο τη ζωή σου χαραμίζεις.

Και η ζωή σου ολάκερη μια παύλα, μια τόση δα γραμμούλα ανάμεσα σε δυο χρονολογίες, χαραγμένη στη λευκότητα κάποιου ψυχρού μαρμάρου, αιώνια απόδειξη της ασήμαντης παρουσίας σου. Οι μετρίως ζώντες, μετρίως πεθαίνουν, χωρίς να ’χουν τσουρουφλιστεί απ’ την αγάπη.

Έτσι, φεύγουμε μια μέρα χωρίς ένα σημάδι μας στον ουρανό, χωρίς πίστη στα θαύματα, χωρίς πελλαμό για να σπάσει το λουρί και να βγούμε απ’ τη δορά μας, χωρίς μια κοπάνα απ’ το σχολείο, χωρίς να έχουμε λύσει, βρε παιδί μου, έστω μια και μόνο φορά στη διαδρομή μας το ζωνάρι, βουλιαγμένοι στη σιωπή και τη μάταιη αναμονή, κρυφοκοιτώντας τη ζωή μέσα από τον φεγγίτη του χρόνου όπως τα παιδιά που παίζουνε κρυφτό, με την ελπίδα να απομείνουμε ανάμνηση σε επίχρυση κορνίζα, ανεπαρκείς κι ανάπηροι σαν τους βαλσαμωμένους για μερικές δεκαετίες ποιητές, μα η ανάμνηση δεν είναι ο παράδεισος που θέλουν μερικοί, απώλεια είναι, απώλεια και ήττα.

Και η ζωή μπορεί να τελειώνει σε ήτα, που έλεγε κι ο ποιητής, αλλά –μην ξεχνάς, μην ξεχνάτε- από ζήτα αρχίζει.

Ζήτα το λοιπόν το αδύνατο. Ζήτα το άχρηστο. Ζήτα το μάταιο. Το αβόλετο –δεν πειράζει- τότε ίσως γεννηθεί το φως για τους καταραμένους. Ζήτα το ελάχιστο –μην εγκαταλείπεις- μόνο αυτό μπορεί να γεννήσει το μέγιστο.

Πηγή: artinews.gr



Δημήτρης Χριστόπουλος: Σχετικά με τον Συντάκτη




Διαβάστε Περισσότερα »

Τρίτη 22 Μαΐου 2018

Μπιφτεκάκια για τα παιδιά

Δημήτρης Χριστόπουλος


Από μικρή τη σαγήνευε ο δέκατος άθλος του Ηρακλή. Θαύμαζε τον ήρωα που έπειτα από τόσους κόπους και τρεχαλητά, αγώνες και αίμα, έφερε σε πέρας την επικίνδυνη αποστολή που του ανέθεσε ο θείος του ο Ευρυσθέας. Μαζί με τον Ηρακλή αγάπησε και τα βόδια του Γηρυόνη, όσα τελικά μπόρεσε να φέρει στην Τίρυνθα για να θυσιαστούν στην Ήρα. “Ο Γηρυόνης είχε ένα ξακουστό κοπάδι από κόκκινα βόδια, μεγάλα και παχιά, που όμοιά τους δεν υπήρχαν πουθενά στον κόσμο. Το κοπάδι του, εκτός από τον ίδιο το φύλαγαν ο πιστός βοσκός του ο Ευρυτίωνας, που ήταν σωστός γίγαντας, κι ένας τρομερός σκύλος, με δυο κεφάλια, που τον έλεγαν Όρθρο”.

Διάβαζε αργά και φωναχτά το εικονογραφημένο βιβλίο, γιατί τα μεγάλα γράμματα χοροπηδούσαν κι άλλαζαν διαρκώς θέση δημιουργώντας παράξενα σχήματα. Κανείς φυσικά ποτέ δεν ασχολήθηκε σοβαρά με το πρόβλημά της. Ηλίθια την ανέβαζαν, χαζή την κατέβαζαν που δεν έπαιρνε τα γράμματα. Κι ο πατέρας ανεβοκατέβαζε συχνά τη χερούκλα του πάνω της όταν οι βαθμοί της ήταν ντροπιαστικοί. Μόνο ένας δάσκαλος τόλμησε να του πει κάποτε να συμβουλευτεί έναν ειδικό. Ο άνθρωπος βρήκε τον μπελά του. Η κόρη του ήταν χοντρή και τεμπέλα, όχι καθυστερημένη. Το σχολειό το τέλειωσε μετά μυρίων βασάνων, σε ηλικία είκοσι χρονών, χάρη στην παιδαγωγική συνδρομή κάποιων καθηγητών.

Κάθε βράδυ προτού κλείσει τα βλέφαρά της σκηνοθετούσε ολόκληρη την ηράκλειο περιπέτεια. Ονειρευόταν να γίνει μια μέρα σκηνοθέτης στο Χόλυγουντ για να ζωντανέψει στο πανί τούς αγαπημένους της ήρωες. Τύφλα να ’χουν οι Επικίνδυνες Αποστολές και ο Τομ Κρουζ! Ωστόσο, η πάλη του Ηρακλή με τον απίθανο σκύλο και τον Ευρυτίωνα δεν μπορούσε να συγκριθεί με καμιά ταινία που έβλεπε στην τηλεόραση. Φανταζόταν τον θηριώδη ήρωα να κρατά το ρόπαλο και να το κατεβάζει στον τερατόμορφο σκύλο. Από τότε μάλλον κρατάει η καλά κρυμμένη απέχθειά της γι’ αυτά τα τετράποδα.

*****

Νύχτωνε όταν έβγαλε από πάνω της την λιγδιασμένη ποδιά και την εκσφενδόνισε με λύσσα στον κάδο με τ’ άπλυτα. Τα τελευταία πέντε χρόνια κάθε μέρα που πήγαινε στο μαγαζί, πρωί μεσημέρι βράδυ, ανάλογα με τη βάρδια, φόραγε μια παρόμοια πλαστική ποδιά ολόσωμη με τη στάμπα του καταστήματος, που την έδειχνε πιο πληθωρική απ’ όσο ήταν. Στο κεφάλι ένα πλατύγυρο καπέλο έκανε ακόμα πιο γκροτέσκο το θέαμα. Στα πόδια κάτι πελώρια σαν βάρκες ξεχειλωμένα σαμπό, που τα έβαζε μόνο στη δουλειά. Στο χέρι μονίμως μια πετσέτα για να σκουπίζει τον ιδρώτα που κύλαγε αργά και βασανιστικά απ’ το παχουλό πρόσωπο με τις φέτες στον λαιμό.

Ήταν ένα φαστφουντάδικο, το πρώτο που άνοιξε στην περιοχή, όταν οι κάτοικοι ήταν λιγότεροι κι από τα κοπρόσκυλα που κυκλοφορούσαν ασύδοτα, όπου ήθελαν. Περισσότερο δούλευαν με τους περαστικούς. Έναν καφέ και μια τυρόπιτα στο χέρι και άντε γεια. Ώσπου η περιοχή αναπτύχθηκε ραγδαία με επώνυμα μαγαζιά και επώνυμο κόσμο που ’βγαζε λεφτά με τη σέσουλα και το ’δειχνε με κάθε τρόπο. Μοδάτα διώροφα με γκαζόν, χλιδάτες πισίνες όλων των διαστάσεων και απαραιτήτως άγρυπνα βρομόσκυλα που αλυχτούσαν και δάγκωναν.

Ο κόσμος κλεινόταν από νωρίς στα σπίτια του. Δύσκολα κυκλοφορούσαν μετά τη δύση του ηλίου. Μόνο αυτή κι οι φίλοι της αλώνιζαν αμέριμνοι τα βράδια στα σκοτεινά στέκια της πόλης σαν τους τυφλοπόντικες. Οι νεηλύδες ήταν οι εισβολείς που μια μέρα, χωρίς να τους ρωτήσουν, αποίκησαν τη δική τους επικράτεια, διαγούμισαν τον τόπο και του άλλαξαν τα φώτα. Δεν τους είδαν ποτέ με καλό μάτι. Ούτε οι νιόφερτοι αυτούς.

Ωστόσο, θεωρούσε τον εαυτό της τυχερό που την προσέλαβαν με την πρώτη ματιά. Όσες πόρτες κι αν χτύπησε μέχρι τότε, είχε εισπράξει βιτριολικά βλέμματα και φαρμακερά λόγια για τον όγκο της. Εδώ όμως ο υπεύθυνος προσλήψεων είχε μια πιο εμπορική φιλοσοφία. Το ευτραφές προσωπικό είναι δηλωτικό του καλού φαγητού που προσφέρει το κατάστημα. Αυτή μάλιστα θα δέσποζε με την πληθωρικότητά της στο μαγαζί.

Εργαζόμενο κορίτσι των τριακοσίων ευρώ, κατάλληλο για όλες τις δουλειές. Καθόταν στο ταμείο και στην κουζίνα, καθάριζε τα τραπέζια, το πεζοδρόμιο, ακόμα και τις τουαλέτες, όταν η καθαρίστρια δεν πληρωνόταν ή αρρώσταινε και δεν εμφανιζόταν ποτέ. Στη δουλειά φορούσε πλαστικά γάντια και στο σπίτι έτριβε με αντισηπτικό τα χέρια της μέχρι που μάτωναν. Γενικά, ήταν υπέρ των παντός είδους εκκαθαρίσεων. Πάντα είχε στο μυαλό της τον τρόπο με τον οποίο ο ήρωάς της καθάρισε μέσα σε μία μόνο μέρα τον στάβλο των τριών χιλιάδων βοδιών.

Το ωράριό της ποτέ δεν το τηρούσε. Στις έξι τέλειωνε η βάρδια της, αυτή καθόταν με ιδιαίτερο ζήλο, αμισθί, μέχρι τις εννέα ή τις δέκα, όταν η νεόπλουτη πιτσιρικαρία απ’ τα γύρω φροντιστήρια πλάκωνε στο μαγαζί και άραζε με τις ώρες, μέχρι να τυλώσει. Γρήγορο φαγητό, άφθονα αναψυκτικά και εξίσου άφθονες χλευαστικές ματιές και δηκτικά πειράγματα απ’ τα ανάγωγα μειράκια. Ήταν εκπαιδευμένη να μην ακούει και να μην δίνει σημασία.

*****

Ρε μαλάκα, το βόιδι φεύγει. Γαμώ το κήτος, μάγκα μου. Αυτό σίγουρα το άκουσε. Ούτε γύρισε να κοιτάξει από πού ερχόταν η φιλοφρόνηση.

Έβαλε βιαστικά το πανωφόρι κλείνοντας με θυμό την πόρτα πίσω της. Έριξε στην πλάτη το σακίδιο που πάντα κουβαλούσε μαζί της –ένας Θεός ξέρει τι έριχνε μέσα κάθε φορά– και με βήμα φανταρίστικο απομακρύνθηκε. Πιπίλισε το δάχτυλό της. Ο κομμένος απ’ τα τριμμένα γυαλιά της κουζίνας αντίχειρας την έτσουζε. Αγόρασε ένα χανζαπλάστ και το κόλλησε. Τώρα ασφαλώς ήταν καλύτερα.

Στάθηκε για μια στιγμή στη βιτρίνα ενός πολυτελούς καταστήματος οπτικών που άνοιξε την προηγούμενη βδομάδα. Ασυναίσθητα το βλέμμα της έπεσε στον καθρέφτη. Αυτό που αντίκρισε τη σόκαρε. Δυο πόδια φιάλες υγραερίου, μια μέση φουσκωμένη σαμπρέλα, δυο σκασμένοι αερόσακοι να κρέμονται πάνω στο στήθος. Έφτυσε καταγής. Τέτοια πλάσματα ο μπόγιας θα ’πρεπε να τα μαζεύει, όχι να κυκλοφορούν ελεύθερα.

Πέρασε τρέχοντας τη λεωφόρο και σε λίγο λαχανιασμένη έφτασε στο γνώριμο σταυροδρόμι. Δεξιά το σπίτι της, αριστερά οι παρυφές της πόλης. Κοντοστάθηκε. Σήκωσε τα μάτια στον ξάστερο ουρανό. Αναγνώρισε τη μεγάλη και τη μικρή Άρκτο, τον Ωρίωνα, τον μελαγχολικό θηρευτή, που ήταν διάσημος για τη δύναμή του σαν κυνηγός και σαν εραστής. Θα ’θελε να γίνεται κι αυτή κάθε βράδυ κυνηγός και να βγαίνει παγανιά. Έτσι για πλάκα…

Σπίτι την περίμεναν να τους ετοιμάσει το βραδινό, να μαζέψει τις ακαθαρσίες τους, να προλάβει να βγάλει έξω και τον μούργο της μικρής αδερφής της, που σπάνια αυτή το πήγαινε βόλτα. Ήταν η χαϊδεμένη, βλέπεις, του μπαμπά. Το καλοκαίρι θα ’δινε Πανελλήνιες και όλη μέρα έκανε πως διάβαζε. Άλλο, που οι κοπάνες της ήταν περισσότερες απ’ τις μέρες που θυμόταν πως υπήρχε και σχολείο. Έτσι ήταν αυτή. Είχε μονίμως το ακαταλόγιστο. Όλο εντολές ήξερε να δίνει το σκατό. Και αυτή να υπηρετεί τον καθένα τις καθημερινές και τις αργίες. Γι’ αυτήν δεν υπήρχαν ρεπό. Τον μπαμπά και την όποια αγαπητικιά του, την άχρηστη γιαγιά που όλη μέρα πασιέντζες έριχνε και το μαμόθρεφτο που τους δούλευε όλους ψιλό γαζί. Και το βράδυ στο τραπέζι να πιάνει σαν ραντάρ τις υποχθόνιες ματιές τους πάνω της, καρφιά που μπήγονταν στο πρόσωπο και στο κορμί της. Ευτυχώς αυτή είχε τη δική της παρέα και την οικογένειά της χεσμένη.

Προχθές κάτι φίλοι της από τη γειτονιά, παιδιά που μαζί πήγαν σχολείο και μαζί το τέλειωσαν, η αληθινή της οικογένεια πάντως, πήγαν να βάλουν, για πλάκα, φωτιά στο σπίτι κάτι αλλοδαπών. Επιτέλους, να καθαρίσει η περιοχή απ’ τη βρομιά. Κάποιοι τους είδαν και τους κάρφωσαν στην Ασφάλεια. Φτου, σκουλήκια! Τους επισκέφθηκε στο κρατητήριο και τους φίλεψε τσιγάρα και λεφτά. Τους βρήκε και δικηγόρο. Ήταν ντόμπρα παιδιά. Ποτέ δεν την χλεύασαν, ποτέ δεν την κοίταξαν κάπως. Ούτε μισόλογα πίσω απ’ την πλάτη της. Μόνο μ’ αυτούς ένιωθε άνετα. Τους χρώσταγε ευγνωμοσύνη.

Το πήρε απόφαση, απόψε θα ’κοβε αριστερά και ας τους έστηνε στο σπίτι. Είχε για τα καλά πια νυχτώσει. Ε, ρε και να ’βλεπε τα μούτρα τους. Το μαλακισμένο, θα ’λεγε ο πατέρας της, πού γυρνάει έξω τέτοια ώρα; Άμα έρθει θα την κανονίσω εγώ! Στο μεϊντάνι θα μου βγει από τώρα; Και η μικρή να υπερθεματίζει και να τον φουντώνει. Πόσα ουίσκια είχες κατεβάσει ρε μπαμπάκα όταν την έκανες; Και η ξεπλυμένη γκομενίτσα, το περιπλανώμενο ντεκαπάζ, ολημερίς να βάφει και να ξεβάφει τα νύχια της. Απόψε θα δείτε τη χοντρή, γομάρια.

Στην πλατεία συνάντησε ένα γεροδεμένο πελάτη που είχε βγάλει βόλτα, την καθορισμένη πάντα ώρα, το λυκόσκυλό του. Βλέμμα δεν αντάλλαξαν. Πρόλαβε μόνο να δει τα μυτερά όρθια αφτιά του, τη μακριά τριχωτή ουρά, διέκρινε τους γομφίους και τους κοπτήρες του έτοιμους να τεμαχίσουν την τροφή, και ένιωσε πως ήθελε να καταβροχθίσει την ίδια, να ξεσκίσει την πλούσια λιπαρή σάρκα της.

Είχε ήδη αφήσει πίσω της τα φώτα της πόλης και περιπλανιόταν σε μέρη όπου μόνο πινακίδες Ο σκύλος δαγκώνει διαβάζεις. Απόψε αισθανόταν μιαν ανεξήγητη έξαψη. Ο παγωμένος αέρας να χαστουκίζει τα αναψοκοκκινισμένα σαν καλοψημένα τσίζμπεργκερ μάγουλα. Από το στόμα της καπνός η ανάσα να σχηματίζει αναδεύοντας δαχτυλίδια στο σκοτάδι. Με το στρατιωτικό αμπέχονο και τα μαύρα άρβυλα περισσότερο με λοκατζή σε ειδική αποστολή έμοιαζε παρά με νεαρή γυναίκα. Περπατούσε σκυφτά και σβέλτα, το μαύρο σκουφί κατεβασμένο μέχρι τ’ αφτιά και τα χέρια βαθιά χωμένα στις τσέπες. Ψυχή στους δρόμους. Ούτε αμάξι δεν κυκλοφορούσε. Μόνο αυτή και κάποιες αγέλες αδέσποτων που γρύλλιζαν από πείνα.

Στεκόταν πού και πού και χάζευε τα πλουσιόσπιτα που ξεφύτρωσαν ένα πρωί σαν τα μανιτάρια ύστερα από ολονύχτια νεροποντή. Ποιοι άραγε τα κατοικούν; Μπορεί και να τους έχει σερβίρει στο μαγαζί. Σταμάτησε στη βίλα των τετρακοσίων τετραγωνικών. Εδώ θα μένει εκείνη η δίμετρη ξανθιά με το απίστευτο τουπέ που σκάει μύτη κάθε Σάββατο μεσημέρι, με τις δύο κορούλες της. Φτυστές η Μπάρμπι. Αράζει μεγαλοπρεπώς την τζιπάρα της έξω απ’ το μαγαζί και σινάμενη κουνάμενη, με τα φανταχτερά της ρούχα λικνίζει τα καπούλια της για να ερεθίσει τα αντρικά βλέμματα. «Ο σκύλος δαγκώνει», σαν να λέει… πάρτε τα μάτια σας και φύγετε.

Παρακάτω, στην τριώροφη μεζονέτα με τα χρυσοποίκιλτα αρχαία αγάλματα που στολίζουν τον κήπο και τη θερμαινόμενη πισίνα κάτω απ’ το υπόστεγο, θα ζει η εξηντάρα παρουσιάστρια που απ’ τα αλλεπάλληλα μπότοξ μοιάζει με στραπατσαρισμένο απ’ το πολύ ξύλο μποξέρ. Ψεύτικοι γλουτοί, ψεύτικο στήθος, ψεύτικα χείλη. Ολόκληρη ένα πελώριο ψέμα. Ποιος μαλάκας, να ’ξερα την ανέχεται; «Ο σκύλος δαγκώνει: μην πλησιάζετε». Πού να την πλησιάσεις με τόση σιλικόνη…

Στο τέλος του δρόμου, σε απόσταση αναπνοής απ’ τη θάλασσα, στην αχανή έπαυλη των πέντε στρεμμάτων θα ’χει χτίσει τη φωλίτσα του εκείνο το νεαρό ζευγάρι αθλητικών τύπων που έρχονται στο μαγαζί για σαλάτες και καφέ. Πανάκριβα ρούχα και σεξαπίλ που σε σκοτώνει. Παραγγέλνουν μόνο σαλάτες και φρούτα γιατί πάνω απ’ όλα η σιλουέτα τους. «Ο σκύλος δαγκώνει: προσοχη».

Την περιπλάνησή της διέκοψαν απότομα τα γαβγίσματα των δύο μαύρων πιτμπούλ, το καμάρι του ηλικιωμένου κυρίου τους που καθημερινά τα τάιζε μπέργκερ απ’ το κατάστημα. Η ίδια τού τα ετοίμαζε με ξεχωριστή φροντίδα. Διπλή μερίδα για το καθένα. Καλοψημένα και νοστιμότατα! Της άφηνε και φιλοδώρημα. Ήταν η επιβράβευσή τους για την τυφλή υπακοή τους στο αφεντικό. Μια φορά ονειρεύτηκε πως ήταν ο Ηρακλής και με το ρόπαλο τούς έριχνε μια κατακέφαλα. Έτσι για χαβαλέ. Άλλοι ζητιανεύουν για μισό ευρώ και τα κοπρόσκυλα τρώνε τον περίδρομο. Πίσω απ’ την ψηλή περίφραξη είδε τα κοντότριχα τέρατα. Αναγνώρισε το θηλυκό, μακρύτερο στον κορμό απ’ το αρσενικό. Παρατήρησε με προσοχή το κεφάλι τους. Μεγάλο και φαρδύ, δυσανάλογο με το μέγεθος του κορμού. Σαν τον Όρθρο.

Σκυλιά-αφέντες, σκυλιά για κάθε σπίτι, σκυλιά που απολαμβάνουν κάθε περιποίηση. Σκυλιά που τα σέβονται. Σκυλιά προστάτες της απληστίας των κυρίων τους. Σκυλιά που τα χαϊδεύουν, τα πλένουν, τα χτενίζουν. Ποιος είναι το αφεντικό και ποιος ο υπηρέτης; Και συ, να φτιάχνεις μπιφτεκάκια για τα χαριτωμένα τους τετράποδα. Μάλιστα κύριε, σ’ ένα λεπτό θα είναι έτοιμα. Σε πακέτο ή στο χέρι; Και να κάνεις πως δεν καταλαβαίνεις τα αηδιαστικά πειράγματα και τα προσποιητά ρεψίματα όταν σου γυρίζουν την πλάτη. Κάθε πελάτης και το παιδί του.

Φοβούνται, λέει, τους κλέφτες. Επικίνδυνη περιοχή και χρειάζεται φυσική προστασία. Σπίτια φρούρια που τα κατοικεί ο φόβος. Ο φόβος που διεκδικεί μερίδιο στην ευζωία τους. Αυτοί φεύγουν αλλά αυτός παραμένει άγρυπνος φύλακας του σπιτιού. Τα σκυλιά τα ’χουν για ξεκάρφωμα. Για να βαυκαλίζουν τις ανασφάλειές τους και να μοστράρουν τη δήθεν ζωοφιλία τους. Στην Αμερική, σκέφτηκε, αγαπάνε τα όπλα και δω τα σκυλιά τους.

Δε θυμάται πότε ήταν. Πάντα μπέρδευε τις μέρες και τους αριθμούς. Κάποιο απόγευμα, το μαγαζί αποπνικτικά γεμάτο δεν προλάβαινε τις παραγγελίες, όταν ο προϊστάμενος τής ζήτησε επιτακτικά να φέρει αμέσως τον κουβά με τη σφουγγαρίστρα. Η καθαρίστρια αρρώστησε και όφειλε η ίδια, ως συνήθως, να καθαρίσει τη λιμνούλα που άφησε το σπάνιελ τζέντλ ενός καλοπληρωτή θαμώνα. Ακόμα και οι “βασιλιάδες” μερικές φορές δεν έχουν τρόπους, σκέφτηκε. Υπάκουσε σιχτιρίζοντας, όταν άκουσε εκείνο τα σκυλιά είναι πιο καθαρά απ’ τα βόδια. Να μην σε ξανακούσω να δυσανασχετείς. Ως εδώ και μη παρέκει! Έτσι είναι, μη μιλάς!

Θυμήθηκε αυτό που είδε μια μέρα στην τηλεόραση. Εργόχειρα, υφαντά και μαξιλάρια, καθώς και πολυάριθμοι πίνακες ζωγραφικής ήδη από τον 14ο αιώνα να εκθειάζουν μικρά τετράποδα αυτού του τύπου. Τα σκυλιά της αριστοκρατίας! Εμένα –σκέφτηκε– μόνον εκείνος ο Αρτσιμπόλντο θα με ζωγράφιζε. Φρατζόλες για πόδια, μπέργκερ για μάγουλα, πατάτα για μύτη, κρεμμύδια για μάτια, λάχανα για στήθος. Γέλασε μόνη της. Στο μαγαζί που δούλευε ο ιδιοκτήτης έφερε κάποτε ένα αντίγραφο αυτού του ζωγράφου, δώρο ενός φιλότεχνου πελάτη, κι απ’ την πρώτη στιγμή της έκανε μεγάλη εντύπωση. Με διάφορα φρούτα και λαχανικά είχε φτιάξει ολόκληρο πρόσωπο. Αυτός ήταν ζωγράφος, είχε σκεφτεί, με όρεξη και φαντασία!

Κοίταξε στα κλεφτά την ώρα. Ήθελε να κάνει έναν ακόμα γύρο αλλά η σκέψη της ξεστράτισε στο χαριτωμένο σκυλάκι της αδελφής της. Έπρεπε να το ταΐσει κι αυτό. Μια ζωούλα είναι. Ποιος θα το φρόντιζε; Η ανεπρόκοπη; Ήταν περασμένες δέκα όταν ακροπατώντας έμπαινε στην αυλή του σπιτιού της. Το αδέσποτο που είχε μαζέψει πριν από καιρό η μικρή, ήρθε γρήγορα κοντά της τρίβοντας χαδιάρικα την ουρά του στο παντελόνι της. Του τρέχανε τα σάλια. Έξυπνο σκυλάκι και λαίμαργο. Κατάλαβε πως στο σακίδιο υπήρχε ένα δωράκι για πάρτη του. Ήταν το τελευταίο και τυχερό βοδινό μπιφτεκάκι. Όρμησε στην τσάντα και το καταβρόχθισε με απίστευτη βουλιμία.

Στο σπίτι την περίμεναν για να τους σερβίρει. Δεν συνήθιζε, βλέπεις, να καθυστερεί. Κάτι έκτακτο θα της έτυχε απόψε. Ο πατέρας έπαιζε νευρικά τα δάχτυλά του στο τραπέζι τικ τακ τικ τακ… Ένας αθλητικός σταθμός μονίμως τον ενημέρωνε για την εξέλιξη του στοιχήματος. Αυτή ήταν η απασχόλησή του νύχτα μέρα. Η μικρή με το λάπτοπ στα γόνατα, βυθισμένη στην εικονική πραγματικότητα του φατσοβιβλίου, έκανε πως μελετούσε τα μαθήματά της. Οι άλλες δύο, καθηλωμένες ατέλειωτες ώρες μπροστά στην οθόνη, παρακολουθούσαν την αγαπημένη τους σειρά κάνοντας πού και πού ζάπινγκ. Ούτε που την κατάλαβαν. Το σπίτι στα μαύρα του τα χάλια κι αυτοί θεονήστικοι. Σιωπηλή και ανέκφραστη τους σέρβιρε ό,τι πρόχειρο βρήκε μπροστά της, τακτοποίησε άρον άρον την ακαταστασία τους, πλύθηκε σχολαστικά όπως συνήθιζε κάθε βράδυ κι έπεσε κατάκοπη αλλά ευχαριστημένη να κοιμηθεί.

- Συμβαίνει κάτι; τη ρώτησε –με απρόσμενο ενδιαφέρον- ο πατέρας της, όταν έμπαινε στο δωμάτιό της. Δείχνεις κάπως απόψε.

- Μην ανησυχείτε καθόλου, καλέ μου πατέρα, και σας κοπεί η όρεξη. Εγώ το καθήκον μου το εκτέλεσα στο ακέραιο. Εσείς να δούμε τώρα! του έκανε όλο νάζι.

- Μούλα! τον άκουσε να ξεστομίζει μέσα απ’ τα σάπια δόντια του.

Κλείδωσε δυο φορές την πόρτα, σφάλισε τα παντζούρια, έσβησε τα φώτα, κουκουλώθηκε με το πάπλωμα μέχρι τ’ αυτιά και σε λίγο βυθίστηκε σ’ έναν κωματώδη λήθαργο. Ονειρεύτηκε πως η Ήρα μπήκε στην κάμαρά της και τη μεταμόρφωσε σ’ ένα θηλυκό σοκολατί λαμπραντόρ, όμορφο και περήφανο να κατοικεί σε κάποιο παλάτι σαν βασίλισσα. Το τρίχωμα να λάμπει στον ήλιο, όλοι να θαυμάζουν την ομορφιά και την ευγένειά του. Μάτια φιλικά να εκφράζουν τον χαρακτήρα, τη νοημοσύνη και την εξαιρετική του ιδιοσυγκρασία. Σώμα σφιχτοδεμένο, αθλητικό. Τι ωραία που είναι τελικά η σκυλίσια ζωή! Όλο επαίνους και θωπείες. Να κυλιέσαι στις ζεστές ολόμαλλες φλοκάτες, να σου γαργαλάνε τρυφερά την κοιλίτσα σου, να σου καθαρίζουν τα πόδια και συ όλο νάζι να δέχεσαι άπληστα τα κομπλιμέντα, τα χάδια, τα φιλιά, τα γούτσου γούτσου φίλων και γνωστών. Όλη μέρα καθισιό, βόλτες πρωί βράδυ, τακτική επίσκεψη στον κτηνίατρο για τσεκάπ και στο κομμωτήριο σκύλων για περιποίηση στο τρίχωμά σου. Α, ναι, και σαμπουάν με ουδέτερο PH κι έπειτα μαλακτικό.

Κοιμήθηκε βαριά μέχρι το άλλο απόγευμα. Ούτε τα ουρλιαχτά της μικρής το πρωί δεν την ξύπνησαν ούτε οι βλαστήμιες του πατέρα της ούτε τα τσιριχτά της λεγάμενης ούτε τα καντήλια που κατέβαζε η γιαγιά.

Πηγαίνοντας, σούρουπο πια, με το λεωφορείο στη δουλειά της, συνέλαβε φευγαλέα μέσα απ’ το νοτισμένο τζάμι μερικούς απ’ τους καλύτερους ζωόφιλους πελάτες της να βολοδέρνουν κατηφείς στην έρημη από κόσμο παραλία. Αστείο που της φάνηκε το θέαμα! Είκοσι αναμμένα κεράκια και αυτοί καθισμένοι κατάχαμα στην υγρή άμμο, πιασμένοι χέρι χέρι, με τους ώμους κυρτωμένους. Της θύμισε εκείνο τον χορό της αρχαίας τραγωδίας που είχε παρακολουθήσει κάποτε στην τηλεόραση και της είχε φανεί μάλλον αστείος παρά τραγικός.

Έπειτα από καιρό στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη του μαγαζιού. Σήκωσε τα μανίκια. Τα χέρια της μελανιασμένα, σημαδεμένα, ολόκληρες δαγκωματιές, τατουάζ δράκων με κόκκινες γλώσσες.Τα ξανακατέβασε. Έβαλε τη συνηθισμένη ολόσωμη ποδιά κι έκατσε πίσω από τον πάγκο των παραγγελιών. Ένα διπλό βοδινό μπέργκερ, παρακαλώ ακούστηκε μια υλακή όλο ένταση και ασυνήθιστη αυτοπεποίθηση από το μικρόφωνο. Χαμογέλασε πικρά. Θυμήθηκε τον αγαπημένο της Ηρακλή και τα κόκκινα βόδια που θυσιάστηκαν στην Ήρα.

*Από τη συλλογή διηγημάτων Δημόσιες ιστορίες, 2013

Πηγή: artinews.gr



Δημήτρης Χριστόπουλος: Σχετικά με τον Συντάκτη




Διαβάστε Περισσότερα »